Δευτέρα 6 Απριλίου 2009

Ο ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ ΤΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ

και τα νεύρα σμπαράλια...

Πρωί στην Πολεοδρομία. Κόσμος πολύς. Ένας αγώνας σε εξέλιξη. Κάτι σαν σκυταλοδρομία.
Περιμένεις στην ουρά, να βγει ο προηγούμενος, είσαι ο επόμενος, σου δίνει λαχανιασμένος τη σκυτάλη για να συνεχίσεις τον αγώνα, να τρέξεις μέσα, να αγωνιστείς, να ιδρώσεις, να δώσεις τη σκληρή μάχη σου με τους υπο-υπαλλήλους, να τελειώσεις κι εσύ - να σε αποτελειώσουν δηλαδή - και με τη σειρά σου να δώσεις στον επόμενο την ευκαιρία να αγωνιστεί. Όλοι σαν μια ομάδα, όλοι για τον ίδιο σκοπό, τον ίδιο αγώνα, όλοι για έναν κι ένας ποτέ, ενάντια στους στρογγυλοκώληδες της γραφειοκρατίας.
Μια καθημερινή σκυταλοδρομία εν εξελίξει στην Κωλεοδ(ρ)ομία.

Υπάρχει εμφανής εκνευρισμός από όλους σχεδόν τους παρευρισκομένους. Εχθρούς-υπαλλήλους, συνεργάτες-μηχανικούς, ακόμη και πελάτες-πολίτες. Στοιβαγμένοι όλοι μαζί σε ένα διάδρομο κυκλοφορίας που πολύ θα ήθελε να είναι προθάλαμος, σε μια καμουφλαρισμένη τρώγλη δημόσιας υπηρεσίας που πολύ θα ήθελε να είναι κτίριο γραφείων, σε ένα ομιχλώδες και σάπιο περιβάλλον που πολύ θα ήθελε να διαθέτει κάτι από «ιδανικές συνθήκες εργασίας». Οι νεαροί ρούκις κόβουν βόλτες πάνω κάτω στο μισό τετραγωνικό μέτρο που τους αντιστοιχεί. Οι γηραιότεροι είναι πιο ψύχραιμοι, μετά από τετρακόσα χρόνια κάτι είχανε μάθει.
Τους παρατηρώ όλους έναν-έναν και προσπαθώ να φανώ ψύχραιμος.

Η θύρα, δηλαδή η πόρτα, ανοίγει και βγαίνει ο πρώτος κατσούφης υπάλληλος. Δε διαφέρει από τους υπόλοιπους. Μουστάκι, στραβωμένο βλέμμα, τσιγάρα, καμπούρα, σκόνη, νεύρα, φάκελοι και χαρτούρα. Μπαινοβγαίνουν, πόρτες χτυπάνε με δύναμη, κουτρουβαλάνε στους τοίχους που πολύ θα ήθελαν να είναι τοιχοποιίες, κανείς τους δε μιλάει, κανείς μας δεν τους μιλάει. Αναρωτιέμαι αν απαγορεύεται ή μήπως συμβαίνει κάτι πιο σκοτεινό.
Δεν καταλαβαίνω, περιμένω όμως καρτερικά τη σειρά μου. Η ώρα περνούσε κάπως έτσι, κόντευε να μεσημεριάσει, δεν ήξερα αν θα προλάβαινα να μπω.

Ένας πελάτης-μηχανικός ξεμπουκάρει εξοργισμένος από μέσα. Ούτε κι ετούτος μιλάει, κρατάει την ανάσα του, έχει παντζαριάσει κι είναι έτοιμος να σκάσει. Κρατάει ένα χαρτί. Εμείς οι νέοι φοβόμαστε να τον ρωτήσουμε τι συνέβη. Οι γηραιότεροι κοιτούν τις μύτες από τα σκαρπίνια τους και κουνάνε συγκαταβατικά την κασίδα τους.

Και τότε εμφανίστηκε ο Γιάννι. Όχι ο Yanni ο μουσικοσυνθέτης αλλά ένας άλλος που του ψιλοέμοιαζε, εξ ου κι ο χαρακτηρισμός.
Ήτανε γύρω στα σαρανταπέντε, μακρύ γκρίζο μαλλί πιστολάκι χτενισμένο, μουστάκι γκρίζο χτενισμένο, φρύδια χτενισμένα, σακάκι αχτένιστο, χαρτοφύλακα, πρόσωπο πράο, αρυτίδωτο και ήρεμο. Θύμιζε αγιογραφία. Έδειχνε για άνθρωπο συνειδητοποιημένο, ψύχραιμο, λογικό, έξυπνο. Η ψυχολογική του κατάσταση ισορροπημένη, καμία σχέση με τα σπασμένα νεύρα που είχαμε όλοι οι υπόλοιποι.
Ξεχώριζε ανάμεσά μας σαν άτι καθαρόαιμο.

Μας προσπέρασε με βηματισμό χελώνα και κατευθύνθηκε προς τους κανίβαλους. Τον λυπηθήκαμε, θα τον μαγείρευαν σε καζάνι με ψιλοκομμένο καροτάκι και σέλινο και θα τον έτρωγαν ζωντανό.
Πήγε να χτυπήσει την πόρτα με στυλ λόρδου ευγενούς – κλειστά μάτια, ψηλά τη μύτη και λεπτεπίλεπτες κινήσεις – όταν η πόρτα άνοιξε από μόνη της κι έτσι αντί για την πόρτα χτύπησε την καλοθρεμμένη κοιλιά του μουστακαλή υπαλλήλου.
Εκείνος σάστισε, τον στραβοκοίταξε, δεν έβγαλε όμως πάλι άχνα.
Τα πρόσωπά τους κολλητά, ο ένας ανέπνεε στη μάπα του άλλου. Η μουσική του Μορικόνου ακούστηκε από κάπου, από τους τρεις έλειπε μόνο ο Άσχημος.
Ο Γιάννι πήρε πρώτος το λόγο. Ξερόβηξε πρώτα για να καθαρίσει το λαιμό του, όπως θα έκανε κάθε γνήσιος ευγενής, και είπε:
«Καλημέρα σας».
Ο άλλος απάντησε με μια παρατεταμένη μουγγαμάρα.
Ο δικός μας συνέχισε με καλοσύνη.
«Θα ήθελα να σας κάνω μια ερώτηση».
Ο άλλος κοίταξε επιδεικτικά έξω από το παράθυρο.
«Σας ακούω, κ-ύ-ρ-ι-ε». Μιλούσε τελικά.
Ο δικός μας συνέχισε το ίδιο ευγενικά.
«Ψάχνω για έναν φάκελο. Π…».
Εκεί τον έκοψε ακαριαία ο μυστακοφόρος.
«Θα περιμένετε!».

Σύμφωνα με τα έκτακτα δελτία ειδήσεων που εξέπεμψαν ταυτόχρονα σε κάθε νοικοκυριό της χορτάτης πλευράς του πλανήτη μας, εκείνη καθορίζεται ως η ακριβής στιγμή που έγινε η έκρηξη του ανενεργού για χρόνια ηφαιστείου. Καυτή λάβα χύθηκε παντού. Ευτυχώς που πρόλαβα και ανέβηκα σε μια καρέκλα και δεν καήκανε τα καινούρια μου αντίντας.

Ο ήρεμος, πράος, ισσορροπημένος, κου-λου-πού, κου-λου-πού Γιάννι άλλαξε πρόσωπο. Άρχισε να χοροπηδάει στο ίδιο σημείο, να κουνάει χέρια πόδια δεξιά κι αριστερά λες και του την είχε πέσει ένα σμήνος μέλισσες, να βγάζει καπνούς από τα αυτιά και να ουρλιάζει. Το κεφάλι του έφερε κάνα δυο σβούρες πάνω στον λαιμό του, τα μάτια του είχανε ασπρίσει.
«ΔΕ ΣΑΣ ΕΚΑΝΑ ΑΚΟΜΗ ΤΗΝ ΕΡΩΤΗΣΗ ΚΥΡΙΕ!!!!!».
Ένας άνεμος προκλήθηκε από το ουρλιαχτό και φύσηξε δυνατά την κόμη του υπαλληλίσκου.
Ο άλλος προσπάθησε να γίνει πιο σαφής.
«Σας είπα να περιμένετε, κύριε»
Ο Γιάννι δεν έβρισκε την ησυχία του.
«ΔΕΝ ΜΕ ΚΑΤΑΛΑΒΑΤΕ. ΑΥΤΟ ΗΤΑΝΕ ΚΑΤΑΦΑΣΗ. ΔΕΝ ΗΤΑΝΕ ΕΡΩΤΗΣΗ. ΚΑ-ΤΑ-ΦΑ-ΣΗ!»
Ο άλλος δεν έδειξε να πτοείται.
«Ηρεμήστε, κύριε. Ηρεμήστε….»
«ΤΙ ΝΑ ΗΡΕΜΗΣΩ! ΣΑΣ ΖΗΤΗΣΑ ΝΑ ΚΑΝΩ ΜΙΑΝ ΕΡΩΤΗΣΗ. ΔΕΝ ΤΗΝ ΕΚΑΝΑ ΑΚΟΜΗ. ΣΥΝΕΤΑΞΑ ΜΙΑ ΚΑΤΑΦΑΤΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ, ΟΧΙ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΗ. ΤΟΥΤΕΣΤΙΝ, ΟΦΕΙΛΕΤΕ ΝΑ ΜΕ ΑΚΟΥΣΕΤΕ ΠΡΩΤΑ, ΠΡΙΝ ΟΜΙΛΗΣΕΤΕ. ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ, ΚΥΡΙΕ, ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ, ΕΛΛΗΝΙΚΑ!!!!!!».
Ο αγράμματος και άξεστος υπαλληλίσκος δεν τον έπιανε. Τον προσκάλεσε λοιπόν μέσα για ένα καφέ, να τα βρούνε. Μέσα θα είχε και ενισχύσεις.
Τους πήρε και τα σώβρακα ο Γιάννι. Βγήκε έξω μετά από λίγα λεπτά, ήρεμος και πράος όπως στην αρχή, και απομακρύνθηκε με τον πολυπόθητο φάκελο στα χέρια.

Οι άλλοι μέσα δεν ακουγόντουσαν. Ανησυχήσαμε για πάρτη τους, σύντομα όμως βρήκαν τη μιλιά τους και το χρώμα τους κρυμμένα κάτω από το γραφείο. Η απουσία καλής ηχομόνωσης μας επέτρεψε να ακούσουμε τα εξής:
«Τι είναι αυτά ρε; Ήρθε ο μάγκας τώρα εδώ να μας πει εμάς για ερώτηση και κατάφαση και κυρίως θέμα και επίλογο και πρόλογο και επίρρημα; Σιγά τον μάγκα ρε, με το μαλλί το έτσι, και το μουστάκι αλλιώς, φρουφρού κι αρώματα, κουλτούρα κι επίπεδο».
Άνοιξε η πόρτα κι ευγενέστατα, για πρώτη φορά στα χρονικά, μας είπε:
«Ας περάσει ο επόμενος, παρακαλώ».

Υπάρχουνε πολλές μαρτυρίες για παρόμοιες, απροειδοποίητες εμφανίσεις του ευγενούς αυτού ανθρώπου. Πάντοτε έτσι, ερχότανε χωρίς να τον πάρει κανείς είδηση, διακριτικά, χτυπούσε, έλαμπε δια της παρουσίας του, αποκαθιστούσε το δίκαιο και αποχωρούσε ηρωικά με το ριγέ σώβρακο του υπαλλήλου πάντα στα χέρια του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου