Δευτέρα 6 Απριλίου 2009

ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ

όταν ο κόσμος κοιμάται ήσυχος

Βολτίτσα στην πλατεία Λαυαρίνου κι ο ήλιος καίει.
Πολύχρωμη όπως πάντα η πλατεία, πολύχρονη, ο κόσμος εδώ και αιώνες αράζει στα τοιχάκια και γράφει στιχάκια, πίνει μια μπύρα και μιλάει με πείρα, παίζει την μουσική του, πουλάει άχρηστα ινδιάνικα αρωματικά στικ, γλύφει από κανένα παγωτό, διαβάζει περιοδικά, βιβλία, ποδήλατα, σκέητ, κρέπες και άλλα τέτοια όμορφα.

Τη γαλήνη έσπασε ένα ΒΡΟΥΜ. Στρέφω το κεφάλι και αντικρίζω δίπλα μου έναν της γνωστής ομάδας Ζ. Τσουλούσε. Ένας δεύτερος ίδιος τον ακολουθούσε, ως συνήθως. Από πίσω άλλος ένας. Μας έκρυψαν τον ήλιο ενώ περνούσαν, και περνούσαν, και περνούσαν. Αρχίζω και τους μετράω, ήτανε καμιά δωδεκαριά Ζητάδες. Ανάμεσά τους ο Ζορρό, ο αγαπητός μας Πσονειάδης, ο Λαμπράκης κι ο Ζούπερμαν. Περνούν στον πεζόδρομο ανάμεσά μας καμαρωτοί, επάνω στα άσπρα μηχανοκίνητα άτια τους, τα λευκά κράνη γυαλίζουν και αστράφτουν, τα ΒΡΟΥΜ επιβάλλονται έναντι της μουσικής, τα δερμάτινα ολόσωμα λέδερκολαν θυμίζουνε τους υπερήρωες Έξ-μεν υπόσχοντας μας τάξη και ασφάλεια στον πλανήτη.

Κάποιοι παραμέρισαν για να περάσει το κακό. Κάποιοι άλλοι το είδαν ως καλό για την κακόφημη πλατεία της ντρόγκας. Κάτι πιτσιρίκια που χοροπηδούσανε μέσα στον αρχαιολογικό χώρο κι επάνω στα τείχη του Γατερίου - λόγω των πολλών γατιών που νιαουρίζουν εκεί μέρα και νύχτα - τα κακάρωσαν και κρύφτηκαν αμέσως.
Ένας σκύλος γάβγισε για να διώξει τους δώδεκα από το λημέρι του. Ενοχλήθηκε, φαίνεται. Ήτανε ο μόνος που είχε το θράσος να πει κάτι.

Τον πλαισίωσαν αμέσως κάποιοι από τους αραχτούς. Άρχισαν το χειροκρότημα, μαζί τους κι όλοι όσοι βρισκόμασταν εκεί γύρω. Πάνω από τρακόσοι άνθρωποι και ανθρωπάκια χτυπούσαμε παλαμάκια. Ένα παιδάκι με τον παππού του κοιτούσε απορημένο. Ζήλεψε κι άρχισε κι εκείνο τα παλαμάκια και τα χαμόγελα. Ακούστηκαν πολλά.
«Άξιοι». «Συγχαρητήρια». «Μπράβο, έτσι».
Τίποτα το εξυβριστικό.

Οι περισσότεροι καβαλάρηδες δε δίνουν σημασία και απομακρύνονται ανενόχλητοι. Κάποιοι με την αίσθηση του χούμορ χαμογελάνε μέσα από τα κράνα τους.
Κάνα δυο σταμάτησαν και στραβοκοίταξαν το πλήθος με τους χρωματιστούς οπαδούς. Έψαχναν για κάποιον που να φορούσε κουκούλα. Για κάποιον με ένα συννεφάκι πάνω από το κεφάλι του με το γνωστό τρίπτυχο Μπου-Γου-Δου. Για κάποιον με μακριά μαλλιά, για κάποιον με σταράκια, για κάποιον αξύριστο, κάποιον ζαλισμένο. Δεν τους έκανε κανείς, όμως.
Ένας μασκαρεμένος κλοουνίστας με σταράκια συνέχισε να πετάει στον αέρα τα μπαλάκια του. Ένας ζογκλερίστας με κουκούλα τους κοιτούσε όλους από κάμποσα μέτρα ψηλά. Στέκονταν επάνω σε ένα σκοινί, δεμένο σε δυο δέντρα. Βαστούσε μια ομπρέλα, ανοιχτή, τάχα για ισορροπία. Το κραγιόν που είχε στο στόμα και στα μάγουλα τον έδειχνε να χαμογελάει πλατιά.
Έκανε μια βαθιά υπόκλιση σε αντάλλαγμα για το χειροκρότημα.

1 σχόλιο: