Τρίτη 5 Μαΐου 2009

Ο ΖΟΦΕΡΟΣ ΕΦΙΑΛΤΗΣ ΤΟΥ ΤΥΡΑΚΙΑ

η Άσπρη Αδελφότητα στα μουχλιασμένα χρόνια

Μετά από δεκαοχτώ ποτήρια κρασί, μια ρυζομπριζόλα, δυο φέτες ψωμί κι εφτά φέτες φέτα, βρισκόμασταν στο δρόμο για το σπίτι. Νωρίς το πρωί, μικρές οι ώρες, τόσες δα. Κολλημένος στη θέση του οδηγού, δίπλα ο παππούς και στα πίσω στενά καθίσματα αλφαδιασμένη η ξαδερφούλα. Νύσταζα κι ήταν εμφανές.
Κατηφορίζοντας από τη δήθεν περιφερειακή της πόλης ανταμώσαμε μπροστά μας ένα σφιχτό μπλόκο. Μέτρησα στα γρήγορα τέσσερα θολά περιπολικά κι οχτώ θολούς σφιχτούς μπάτσους. Αν ρωτούσες οποιονδήποτε άλλον θα σου αριθμούσε δυο περιπολικά και τέσσερις μπάτσους ακριβώς.
Μας έκαναν σινιάλο να σταματήσουμε, το πήρα όμως χαμπάρι πολλά δευτερόλεπτα αργότερα κι έτσι πλακώθηκα στα φρένα για να μη μειωθούν οι μπάτσοι από τέσσερις σε τρεις.
Ο παππούς έβγαλε ένα «ωχωχωχ», η ξαδερφούλα ένα «εεεεε;», εγώ με τη σειρά μου δεν έβγαλα τίποτα το ηχητικό, παρά μόνο το κεφάλι από το παραθύρι. Ένα διπλό μπλε ανθρωπάκι μας υποδέχτηκε. Δεν έδειχνε και τόσο φιλικό.
Αρχικά μου ζήτησε να φυσήξω δυνατά σε ένα σατανικό μαραφέτι που βαστούσε και που πρώτη μου φορά αντίκριζα. Έσκυψα προς το χέρι του λες και πήγαινα να μεταλάβω, έκανα το σταυρό μου από συνήθεια, φύσηξα στραβά, μου ζήτησε να το επαναλάβω πιο σωστά, φύσηξα ακόμη πιο στραβά. Με κοίταξε με απογοήτευση. Προσπάθησα να τον κοιτάξω κι εγώ όμως δεν έβρισκα στόχο. Μου το ξαναζήτησε ευγενικά κοντά τρεις φορές ακόμη, και μετά άλλη μια φορά με νταηλίκι. Δε με έπαιρνε, σταμάτησα να τον ταλαιπωρώ κι έβγαλα τα σωθικά μου με ένα άψογο από κάθε άποψη φου!
Σφίχτηκα. Εκείνος έσφιξε τα χείλη του και, αντί να μου σφίξει ένα σκαμπίλι για τα βαρέλια κρασί που αποδεδειγμένα είχα καταναλώσει, είπε μονότονα:
«Τα έχουμε κοπανήσει λιγάκι…».
Δεν του απάντησα. Είχα το δικαίωμα να μη μιλήσω. Ότι έλεγα, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εναντίον μου. Άφησα τις δικηγορίστικες σκέψεις να βουλιάξουν στον πυθμένα του κρανίου μου παρέα με μυριάδες καμένα νεκρά εγκεφαλικά κύτταρα.
«Ελάτε μαζί μου, κύριε. Θα χρειαστεί να κάνουμε άλλο ένα τεστ».
Θυμήθηκα τους δασκάλους μου στο γυμνάσιο και τα απροειδοποίητα τεστάκια τους. Είχα έρθει αδιάβαστος στο μάθημα. Με έλουσε κρύος ιδρώτας.
Κατάφερα να βγω από το αυτοκίνητο και να σταθώ μονάχος στα πόδια μου. Έψαξα για το μπλε ανθρωπάκι που μου μίλαγε πριν όμως αυτό πουθενά, είχε χαθεί κάπου στο βάθος. Σούφρωσα τα μάτια μου και τον ακολούθησα εμπειρικά με κατεύθυνση προς τα κόκκινα και μπλε λαμπιόνια. Έφτασα κοντά σε ένα περιπολικό, βρήκα έναν ακόμη στα μπλε, τον έκοψα από πάνω ως κάτω, μου έκανε, σκέφτηκα, και στάθηκα δίπλα του.
Αυτός ταλαιπωρούσε κάποιον άλλον ταλαίπωρο πότη. Έμεινα στην παρέα τους για κάνα λεπτό, χαμένος στις σκέψεις μου, στα μαθητικά μου χρόνια, στο πορτοφόλι μου που ήτανε άδειο, στην τσουχτερή κλήση που με γλυκοκοιτούσε από τη γωνία, στα παλιά κι αξιόπιστα αλκοτέστ του «βάδην επί λευκής γραμμής», ώσπου με εντόπισε ευτυχώς ο δικός μου και με επανέφερε με ένα μακρόσυρτο φρττττ! Ξύπνησα και σύρθηκα προς αυτόν.
Ξανά τα ίδια, φύσηξα κανονικά, χτυπήσαμε κόκκινα αυτή τη φορά. Δυο μπλε με κοιτάξανε με λύπηση, κοιταχτήκανε μεταξύ τους αλύπητα και όλα δείχνανε ότι οδεύουμε προς τη λυπητερή.
«Τι να τον κάνουμε αυτόν;» αναρωτήθηκαν.
Ήθελα να τους πω να τον αφήσουν ήσυχο, να μην ασχολούνται άλλο μαζί του. Τι τους έφταιγε; Δεν είχε πειράξει κανέναν. Όλα καλά. Αφού είναι καλό παιδί, γιατί δεν τον κερνούσανε μια πάστα;

Τους άκουσα να μουρμουρίζουν.
«Μα καλά, πόσο τυρί έφαγε;».
?...?...?
Τότε είναι που άρχισα να καταλαβαίνω τι ακριβώς συνέβαινε. Μες στη θολούρα μου είχα ξεχάσει τα τελευταία συνταρακτικά γεγονότα της χώρας μας.

Οι μπλε δεν ήτανε αστυνομικοί. Ούτε μπάτσοι ήτανε. Γιατί, πρέπει να ξέρετε, έχει διαφορά ο αστυνομικός από τον μπάτσο. Τέλος πάντων, δεν ήτανε τίποτα από τα δύο, ούτε και τροχονόμοι.
Επρόκειτο για τους αβυσσαλέους τυροφύλακες του κόμη Ροκφόρ, του μουχλιασμένου Γάλλου Πρέσβη και ορκισμένου προστάτη του μπλε τυριού. Του μοχθηρού αυτού ανθρώπου, που δρούσε ανενόχλητος στη σκιά της κυβέρνησης, και ο οποίος είχε προβεί σε ενέργειες ούτως ώστε να τροποποιήσει την ελληνική νομοθεσία και να απαλλαγεί μια για πάντα από κάθε πολίτη-παραβάτη που τολμούσε να καταναλώνει ποσότητα φέτας μεγαλύτερη από την επιτρεπόμενη. Και η απόλυτη τιμή του συντελεστή που επιτρεπότανε στις μέρες που διανύαμε ήτανε δυστυχώς μηδέν.
Ο εφιάλτης μας από φέτος είχε γίνει πραγματικότητα.
Η κατανάλωση φέτας αποτελούσε πλέον ποινικό αδίκημα. Η φέτα είχε πρόσφατα ανακηρυχτεί με προεδρικό διάταγμα παραισθησιογόνα ουσία και η εξάρτηση από αυτή μπορούσε να οδηγήσει κάποιον για αρκετά χρόνια στη στενή. Επικίνδυνη για την υγεία, σωματική και ψυχική. Οι τυροπαραγωγοί είχανε περάσει στο περιθώριο και φοβόντουσαν να κινηθούν, τα τυροπιτάδικα είχανε κλείσει, οι αθηναϊκές μπουγάτσες ήτανε το μόνο που μας απέμεινε για να μας θυμίζει τις παλιές ένδοξες ημέρες. Οι Ολλανδοί κασεράδες, και όχι μόνο, έτριβαν τα χέρια τους. Η τ(υ)ροπαγάνδα καλά κρατούσε, από την τηλεόραση και τα ΜΜΕ, μέχρι τα σχολεία και τα βιβλία. Η τ(υ)ρομοκρατία του παρακράτους δεν άφηνε πολλά περιθώρια στο λαό.
Κάποιοι τολμηροί εισήγαγαν παράνομα από άλλες ευρωπαϊκές χώρες υποπροϊόντα κακής ποιότητος, που θύμιζαν ελάχιστα τη δική μας παραδοσιακή φέτα.
Λίγοι ήτανε όμως εκείνοι που αντιστέκονταν πραγματικά. Αποτραβηγμένοι στα κακοτράχαλα βουνά της Ρούμελης και της Ηπείρου, οι γενναίοι μας εξακολουθούσαν να παράγουν το Άσπρο, μακριά από τα δίχτυα της ροκφορικής μάστιγας. Γνώστες των μυστικών συνταγών και μεθόδων παραγωγής φέτας, οι μεγάλοι αυτοί δάσκαλοι, οι ΑΣΠΡΟΙ, είχανε ως καθήκον τους τη διατήρηση της φετικής κληρονομιάς και τη μεταφορά της γνώσης στις επόμενες γενιές, παρά τις φιλόδοξες προσπάθειες αφοφετισμού του έθνους από πλευράς του παρακράτους.
Εμείς οι εξαρτημένοι των πόλεων μπορούσαμε να προμηθευτούμε το σταφ από συγκεκριμένα καφενεδάκια-ντήλερς που λίγοι μόνο γνώριζαν την ύπαρξη και τη θέση τους.
Τα φετοτέστ είχανε σκληρύνει τα τελευταία χρόνια. Δεν μας αφήνανε και πολλά περιθώρια. Μερικοί πωρωμένοι είχανε φτάσει σε σημείο να κάνουνε χρήση ενδοφλέβιας τυρένεσης για να ξεγλιστρούν. Τα μηχανάκια των τυροτέστ είχανε εξελιχτεί τόσο, με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας, ώστε να εντοπίζουν ακόμη κι αυτές τις παραβάσεις.

Βρισκόμουν σε μεγάλο κίνδυνο. Εφτά φέτες φέτα ήτανε πολύ. Το φετοτέστ είχε φτάσει στα κόκκινα. Ευτυχώς βέβαια που δεν είχα καθόλου επάνω μου, αλλιώς θα μπορούσα να διωχθώ και για εμπόριο. Ακόμα και στην παρούσα κατάσταση όμως, θα κατέληγα πολύ άσχημα αν για καλή μου τύχη δεν με είχανε εντοπίσει οι ΑΣΠΡΟΙ.
Την ώρα που οι Μπλε προσπαθούσανε να μου περάσουνε χειροπέδες, ένα λευκό σύννεφο σκόνης εμφανίστηκε στο βάθος του δρόμου.
Οι Μπλε άσπρισαν από το φόβο τους. Ήτανε αυτός. Όπως ακριβώς τον περιέγραφαν οι συνάδελφοί τους που είχανε τη χαρά να τον συναντήσουν. Όπως τον απεικόνιζαν οι προφητείες.
Ένας ρυτιδιασμένος καβαλάρης ντυμένος στα άσπρα, με παχύ μουστάκι και μακρύ τόσο πολύ που το έφερνε σβούρες γύρω από τα αυτιά του, κράδαινε στο χέρι μια σφεντόνα και καβάλα σε έναν φτερωτό γαϊδαράκο πλησίαζε σπέρνοντας τον πανικό.
Κατέφτασε με χάρη, με βούτηξε από το γιακά, καβάλησα πάνω μαζί του και χαθήκαμε από τα μάτια τους.
Ο καβαλάρης μύριζε ολόκληρος κατσικίσιο τυρί. Μου προσέφερε ένα τέταρτο του κιλού φέτα, ίσα-ίσα να έχω κάτι να μασουλάω για το δρόμο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου