Δευτέρα 26 Ιουλίου 2010

Ο ΠΙΚΡΑΜΕΝΟΣ, ΤΟ ΠΑΡΔΑΛΟ ΚΑΤΣΙΚΙ ΚΑΙ Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ



Ο Πικραμένος, το Παρδαλό Κατσίκι και ο Τελευταίος

Οι ιστορίες που (δεν) αγαπήσατε, κάποιες ακόμη που θα μπορούσατε να διαβάσετε, κάποια ποιήματα, 7 βιογραφικά, 200 σελίδες και τίποτα άλλο συνθέτουν το ταπεινό αυτό βιβλίο.

Για όποιον ενδιαφέρεται (να το δει, να το αποκτήσει, να το δοκιμάσει, να το μυρίσει) μπορεί να επικοινωνήσει στο μέηλ opikramenos@gmail.com

Καλό καλοκαίρι και ...όχι στα βαθιά!

Τρίτη 5 Μαΐου 2009

Ο ΖΟΦΕΡΟΣ ΕΦΙΑΛΤΗΣ ΤΟΥ ΤΥΡΑΚΙΑ

η Άσπρη Αδελφότητα στα μουχλιασμένα χρόνια

Μετά από δεκαοχτώ ποτήρια κρασί, μια ρυζομπριζόλα, δυο φέτες ψωμί κι εφτά φέτες φέτα, βρισκόμασταν στο δρόμο για το σπίτι. Νωρίς το πρωί, μικρές οι ώρες, τόσες δα. Κολλημένος στη θέση του οδηγού, δίπλα ο παππούς και στα πίσω στενά καθίσματα αλφαδιασμένη η ξαδερφούλα. Νύσταζα κι ήταν εμφανές.
Κατηφορίζοντας από τη δήθεν περιφερειακή της πόλης ανταμώσαμε μπροστά μας ένα σφιχτό μπλόκο. Μέτρησα στα γρήγορα τέσσερα θολά περιπολικά κι οχτώ θολούς σφιχτούς μπάτσους. Αν ρωτούσες οποιονδήποτε άλλον θα σου αριθμούσε δυο περιπολικά και τέσσερις μπάτσους ακριβώς.
Μας έκαναν σινιάλο να σταματήσουμε, το πήρα όμως χαμπάρι πολλά δευτερόλεπτα αργότερα κι έτσι πλακώθηκα στα φρένα για να μη μειωθούν οι μπάτσοι από τέσσερις σε τρεις.
Ο παππούς έβγαλε ένα «ωχωχωχ», η ξαδερφούλα ένα «εεεεε;», εγώ με τη σειρά μου δεν έβγαλα τίποτα το ηχητικό, παρά μόνο το κεφάλι από το παραθύρι. Ένα διπλό μπλε ανθρωπάκι μας υποδέχτηκε. Δεν έδειχνε και τόσο φιλικό.
Αρχικά μου ζήτησε να φυσήξω δυνατά σε ένα σατανικό μαραφέτι που βαστούσε και που πρώτη μου φορά αντίκριζα. Έσκυψα προς το χέρι του λες και πήγαινα να μεταλάβω, έκανα το σταυρό μου από συνήθεια, φύσηξα στραβά, μου ζήτησε να το επαναλάβω πιο σωστά, φύσηξα ακόμη πιο στραβά. Με κοίταξε με απογοήτευση. Προσπάθησα να τον κοιτάξω κι εγώ όμως δεν έβρισκα στόχο. Μου το ξαναζήτησε ευγενικά κοντά τρεις φορές ακόμη, και μετά άλλη μια φορά με νταηλίκι. Δε με έπαιρνε, σταμάτησα να τον ταλαιπωρώ κι έβγαλα τα σωθικά μου με ένα άψογο από κάθε άποψη φου!
Σφίχτηκα. Εκείνος έσφιξε τα χείλη του και, αντί να μου σφίξει ένα σκαμπίλι για τα βαρέλια κρασί που αποδεδειγμένα είχα καταναλώσει, είπε μονότονα:
«Τα έχουμε κοπανήσει λιγάκι…».
Δεν του απάντησα. Είχα το δικαίωμα να μη μιλήσω. Ότι έλεγα, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εναντίον μου. Άφησα τις δικηγορίστικες σκέψεις να βουλιάξουν στον πυθμένα του κρανίου μου παρέα με μυριάδες καμένα νεκρά εγκεφαλικά κύτταρα.
«Ελάτε μαζί μου, κύριε. Θα χρειαστεί να κάνουμε άλλο ένα τεστ».
Θυμήθηκα τους δασκάλους μου στο γυμνάσιο και τα απροειδοποίητα τεστάκια τους. Είχα έρθει αδιάβαστος στο μάθημα. Με έλουσε κρύος ιδρώτας.
Κατάφερα να βγω από το αυτοκίνητο και να σταθώ μονάχος στα πόδια μου. Έψαξα για το μπλε ανθρωπάκι που μου μίλαγε πριν όμως αυτό πουθενά, είχε χαθεί κάπου στο βάθος. Σούφρωσα τα μάτια μου και τον ακολούθησα εμπειρικά με κατεύθυνση προς τα κόκκινα και μπλε λαμπιόνια. Έφτασα κοντά σε ένα περιπολικό, βρήκα έναν ακόμη στα μπλε, τον έκοψα από πάνω ως κάτω, μου έκανε, σκέφτηκα, και στάθηκα δίπλα του.
Αυτός ταλαιπωρούσε κάποιον άλλον ταλαίπωρο πότη. Έμεινα στην παρέα τους για κάνα λεπτό, χαμένος στις σκέψεις μου, στα μαθητικά μου χρόνια, στο πορτοφόλι μου που ήτανε άδειο, στην τσουχτερή κλήση που με γλυκοκοιτούσε από τη γωνία, στα παλιά κι αξιόπιστα αλκοτέστ του «βάδην επί λευκής γραμμής», ώσπου με εντόπισε ευτυχώς ο δικός μου και με επανέφερε με ένα μακρόσυρτο φρττττ! Ξύπνησα και σύρθηκα προς αυτόν.
Ξανά τα ίδια, φύσηξα κανονικά, χτυπήσαμε κόκκινα αυτή τη φορά. Δυο μπλε με κοιτάξανε με λύπηση, κοιταχτήκανε μεταξύ τους αλύπητα και όλα δείχνανε ότι οδεύουμε προς τη λυπητερή.
«Τι να τον κάνουμε αυτόν;» αναρωτήθηκαν.
Ήθελα να τους πω να τον αφήσουν ήσυχο, να μην ασχολούνται άλλο μαζί του. Τι τους έφταιγε; Δεν είχε πειράξει κανέναν. Όλα καλά. Αφού είναι καλό παιδί, γιατί δεν τον κερνούσανε μια πάστα;

Τους άκουσα να μουρμουρίζουν.
«Μα καλά, πόσο τυρί έφαγε;».
?...?...?
Τότε είναι που άρχισα να καταλαβαίνω τι ακριβώς συνέβαινε. Μες στη θολούρα μου είχα ξεχάσει τα τελευταία συνταρακτικά γεγονότα της χώρας μας.

Οι μπλε δεν ήτανε αστυνομικοί. Ούτε μπάτσοι ήτανε. Γιατί, πρέπει να ξέρετε, έχει διαφορά ο αστυνομικός από τον μπάτσο. Τέλος πάντων, δεν ήτανε τίποτα από τα δύο, ούτε και τροχονόμοι.
Επρόκειτο για τους αβυσσαλέους τυροφύλακες του κόμη Ροκφόρ, του μουχλιασμένου Γάλλου Πρέσβη και ορκισμένου προστάτη του μπλε τυριού. Του μοχθηρού αυτού ανθρώπου, που δρούσε ανενόχλητος στη σκιά της κυβέρνησης, και ο οποίος είχε προβεί σε ενέργειες ούτως ώστε να τροποποιήσει την ελληνική νομοθεσία και να απαλλαγεί μια για πάντα από κάθε πολίτη-παραβάτη που τολμούσε να καταναλώνει ποσότητα φέτας μεγαλύτερη από την επιτρεπόμενη. Και η απόλυτη τιμή του συντελεστή που επιτρεπότανε στις μέρες που διανύαμε ήτανε δυστυχώς μηδέν.
Ο εφιάλτης μας από φέτος είχε γίνει πραγματικότητα.
Η κατανάλωση φέτας αποτελούσε πλέον ποινικό αδίκημα. Η φέτα είχε πρόσφατα ανακηρυχτεί με προεδρικό διάταγμα παραισθησιογόνα ουσία και η εξάρτηση από αυτή μπορούσε να οδηγήσει κάποιον για αρκετά χρόνια στη στενή. Επικίνδυνη για την υγεία, σωματική και ψυχική. Οι τυροπαραγωγοί είχανε περάσει στο περιθώριο και φοβόντουσαν να κινηθούν, τα τυροπιτάδικα είχανε κλείσει, οι αθηναϊκές μπουγάτσες ήτανε το μόνο που μας απέμεινε για να μας θυμίζει τις παλιές ένδοξες ημέρες. Οι Ολλανδοί κασεράδες, και όχι μόνο, έτριβαν τα χέρια τους. Η τ(υ)ροπαγάνδα καλά κρατούσε, από την τηλεόραση και τα ΜΜΕ, μέχρι τα σχολεία και τα βιβλία. Η τ(υ)ρομοκρατία του παρακράτους δεν άφηνε πολλά περιθώρια στο λαό.
Κάποιοι τολμηροί εισήγαγαν παράνομα από άλλες ευρωπαϊκές χώρες υποπροϊόντα κακής ποιότητος, που θύμιζαν ελάχιστα τη δική μας παραδοσιακή φέτα.
Λίγοι ήτανε όμως εκείνοι που αντιστέκονταν πραγματικά. Αποτραβηγμένοι στα κακοτράχαλα βουνά της Ρούμελης και της Ηπείρου, οι γενναίοι μας εξακολουθούσαν να παράγουν το Άσπρο, μακριά από τα δίχτυα της ροκφορικής μάστιγας. Γνώστες των μυστικών συνταγών και μεθόδων παραγωγής φέτας, οι μεγάλοι αυτοί δάσκαλοι, οι ΑΣΠΡΟΙ, είχανε ως καθήκον τους τη διατήρηση της φετικής κληρονομιάς και τη μεταφορά της γνώσης στις επόμενες γενιές, παρά τις φιλόδοξες προσπάθειες αφοφετισμού του έθνους από πλευράς του παρακράτους.
Εμείς οι εξαρτημένοι των πόλεων μπορούσαμε να προμηθευτούμε το σταφ από συγκεκριμένα καφενεδάκια-ντήλερς που λίγοι μόνο γνώριζαν την ύπαρξη και τη θέση τους.
Τα φετοτέστ είχανε σκληρύνει τα τελευταία χρόνια. Δεν μας αφήνανε και πολλά περιθώρια. Μερικοί πωρωμένοι είχανε φτάσει σε σημείο να κάνουνε χρήση ενδοφλέβιας τυρένεσης για να ξεγλιστρούν. Τα μηχανάκια των τυροτέστ είχανε εξελιχτεί τόσο, με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας, ώστε να εντοπίζουν ακόμη κι αυτές τις παραβάσεις.

Βρισκόμουν σε μεγάλο κίνδυνο. Εφτά φέτες φέτα ήτανε πολύ. Το φετοτέστ είχε φτάσει στα κόκκινα. Ευτυχώς βέβαια που δεν είχα καθόλου επάνω μου, αλλιώς θα μπορούσα να διωχθώ και για εμπόριο. Ακόμα και στην παρούσα κατάσταση όμως, θα κατέληγα πολύ άσχημα αν για καλή μου τύχη δεν με είχανε εντοπίσει οι ΑΣΠΡΟΙ.
Την ώρα που οι Μπλε προσπαθούσανε να μου περάσουνε χειροπέδες, ένα λευκό σύννεφο σκόνης εμφανίστηκε στο βάθος του δρόμου.
Οι Μπλε άσπρισαν από το φόβο τους. Ήτανε αυτός. Όπως ακριβώς τον περιέγραφαν οι συνάδελφοί τους που είχανε τη χαρά να τον συναντήσουν. Όπως τον απεικόνιζαν οι προφητείες.
Ένας ρυτιδιασμένος καβαλάρης ντυμένος στα άσπρα, με παχύ μουστάκι και μακρύ τόσο πολύ που το έφερνε σβούρες γύρω από τα αυτιά του, κράδαινε στο χέρι μια σφεντόνα και καβάλα σε έναν φτερωτό γαϊδαράκο πλησίαζε σπέρνοντας τον πανικό.
Κατέφτασε με χάρη, με βούτηξε από το γιακά, καβάλησα πάνω μαζί του και χαθήκαμε από τα μάτια τους.
Ο καβαλάρης μύριζε ολόκληρος κατσικίσιο τυρί. Μου προσέφερε ένα τέταρτο του κιλού φέτα, ίσα-ίσα να έχω κάτι να μασουλάω για το δρόμο.

Δευτέρα 6 Απριλίου 2009

ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ

όταν ο κόσμος κοιμάται ήσυχος

Βολτίτσα στην πλατεία Λαυαρίνου κι ο ήλιος καίει.
Πολύχρωμη όπως πάντα η πλατεία, πολύχρονη, ο κόσμος εδώ και αιώνες αράζει στα τοιχάκια και γράφει στιχάκια, πίνει μια μπύρα και μιλάει με πείρα, παίζει την μουσική του, πουλάει άχρηστα ινδιάνικα αρωματικά στικ, γλύφει από κανένα παγωτό, διαβάζει περιοδικά, βιβλία, ποδήλατα, σκέητ, κρέπες και άλλα τέτοια όμορφα.

Τη γαλήνη έσπασε ένα ΒΡΟΥΜ. Στρέφω το κεφάλι και αντικρίζω δίπλα μου έναν της γνωστής ομάδας Ζ. Τσουλούσε. Ένας δεύτερος ίδιος τον ακολουθούσε, ως συνήθως. Από πίσω άλλος ένας. Μας έκρυψαν τον ήλιο ενώ περνούσαν, και περνούσαν, και περνούσαν. Αρχίζω και τους μετράω, ήτανε καμιά δωδεκαριά Ζητάδες. Ανάμεσά τους ο Ζορρό, ο αγαπητός μας Πσονειάδης, ο Λαμπράκης κι ο Ζούπερμαν. Περνούν στον πεζόδρομο ανάμεσά μας καμαρωτοί, επάνω στα άσπρα μηχανοκίνητα άτια τους, τα λευκά κράνη γυαλίζουν και αστράφτουν, τα ΒΡΟΥΜ επιβάλλονται έναντι της μουσικής, τα δερμάτινα ολόσωμα λέδερκολαν θυμίζουνε τους υπερήρωες Έξ-μεν υπόσχοντας μας τάξη και ασφάλεια στον πλανήτη.

Κάποιοι παραμέρισαν για να περάσει το κακό. Κάποιοι άλλοι το είδαν ως καλό για την κακόφημη πλατεία της ντρόγκας. Κάτι πιτσιρίκια που χοροπηδούσανε μέσα στον αρχαιολογικό χώρο κι επάνω στα τείχη του Γατερίου - λόγω των πολλών γατιών που νιαουρίζουν εκεί μέρα και νύχτα - τα κακάρωσαν και κρύφτηκαν αμέσως.
Ένας σκύλος γάβγισε για να διώξει τους δώδεκα από το λημέρι του. Ενοχλήθηκε, φαίνεται. Ήτανε ο μόνος που είχε το θράσος να πει κάτι.

Τον πλαισίωσαν αμέσως κάποιοι από τους αραχτούς. Άρχισαν το χειροκρότημα, μαζί τους κι όλοι όσοι βρισκόμασταν εκεί γύρω. Πάνω από τρακόσοι άνθρωποι και ανθρωπάκια χτυπούσαμε παλαμάκια. Ένα παιδάκι με τον παππού του κοιτούσε απορημένο. Ζήλεψε κι άρχισε κι εκείνο τα παλαμάκια και τα χαμόγελα. Ακούστηκαν πολλά.
«Άξιοι». «Συγχαρητήρια». «Μπράβο, έτσι».
Τίποτα το εξυβριστικό.

Οι περισσότεροι καβαλάρηδες δε δίνουν σημασία και απομακρύνονται ανενόχλητοι. Κάποιοι με την αίσθηση του χούμορ χαμογελάνε μέσα από τα κράνα τους.
Κάνα δυο σταμάτησαν και στραβοκοίταξαν το πλήθος με τους χρωματιστούς οπαδούς. Έψαχναν για κάποιον που να φορούσε κουκούλα. Για κάποιον με ένα συννεφάκι πάνω από το κεφάλι του με το γνωστό τρίπτυχο Μπου-Γου-Δου. Για κάποιον με μακριά μαλλιά, για κάποιον με σταράκια, για κάποιον αξύριστο, κάποιον ζαλισμένο. Δεν τους έκανε κανείς, όμως.
Ένας μασκαρεμένος κλοουνίστας με σταράκια συνέχισε να πετάει στον αέρα τα μπαλάκια του. Ένας ζογκλερίστας με κουκούλα τους κοιτούσε όλους από κάμποσα μέτρα ψηλά. Στέκονταν επάνω σε ένα σκοινί, δεμένο σε δυο δέντρα. Βαστούσε μια ομπρέλα, ανοιχτή, τάχα για ισορροπία. Το κραγιόν που είχε στο στόμα και στα μάγουλα τον έδειχνε να χαμογελάει πλατιά.
Έκανε μια βαθιά υπόκλιση σε αντάλλαγμα για το χειροκρότημα.

Ο ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ ΤΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ

και τα νεύρα σμπαράλια...

Πρωί στην Πολεοδρομία. Κόσμος πολύς. Ένας αγώνας σε εξέλιξη. Κάτι σαν σκυταλοδρομία.
Περιμένεις στην ουρά, να βγει ο προηγούμενος, είσαι ο επόμενος, σου δίνει λαχανιασμένος τη σκυτάλη για να συνεχίσεις τον αγώνα, να τρέξεις μέσα, να αγωνιστείς, να ιδρώσεις, να δώσεις τη σκληρή μάχη σου με τους υπο-υπαλλήλους, να τελειώσεις κι εσύ - να σε αποτελειώσουν δηλαδή - και με τη σειρά σου να δώσεις στον επόμενο την ευκαιρία να αγωνιστεί. Όλοι σαν μια ομάδα, όλοι για τον ίδιο σκοπό, τον ίδιο αγώνα, όλοι για έναν κι ένας ποτέ, ενάντια στους στρογγυλοκώληδες της γραφειοκρατίας.
Μια καθημερινή σκυταλοδρομία εν εξελίξει στην Κωλεοδ(ρ)ομία.

Υπάρχει εμφανής εκνευρισμός από όλους σχεδόν τους παρευρισκομένους. Εχθρούς-υπαλλήλους, συνεργάτες-μηχανικούς, ακόμη και πελάτες-πολίτες. Στοιβαγμένοι όλοι μαζί σε ένα διάδρομο κυκλοφορίας που πολύ θα ήθελε να είναι προθάλαμος, σε μια καμουφλαρισμένη τρώγλη δημόσιας υπηρεσίας που πολύ θα ήθελε να είναι κτίριο γραφείων, σε ένα ομιχλώδες και σάπιο περιβάλλον που πολύ θα ήθελε να διαθέτει κάτι από «ιδανικές συνθήκες εργασίας». Οι νεαροί ρούκις κόβουν βόλτες πάνω κάτω στο μισό τετραγωνικό μέτρο που τους αντιστοιχεί. Οι γηραιότεροι είναι πιο ψύχραιμοι, μετά από τετρακόσα χρόνια κάτι είχανε μάθει.
Τους παρατηρώ όλους έναν-έναν και προσπαθώ να φανώ ψύχραιμος.

Η θύρα, δηλαδή η πόρτα, ανοίγει και βγαίνει ο πρώτος κατσούφης υπάλληλος. Δε διαφέρει από τους υπόλοιπους. Μουστάκι, στραβωμένο βλέμμα, τσιγάρα, καμπούρα, σκόνη, νεύρα, φάκελοι και χαρτούρα. Μπαινοβγαίνουν, πόρτες χτυπάνε με δύναμη, κουτρουβαλάνε στους τοίχους που πολύ θα ήθελαν να είναι τοιχοποιίες, κανείς τους δε μιλάει, κανείς μας δεν τους μιλάει. Αναρωτιέμαι αν απαγορεύεται ή μήπως συμβαίνει κάτι πιο σκοτεινό.
Δεν καταλαβαίνω, περιμένω όμως καρτερικά τη σειρά μου. Η ώρα περνούσε κάπως έτσι, κόντευε να μεσημεριάσει, δεν ήξερα αν θα προλάβαινα να μπω.

Ένας πελάτης-μηχανικός ξεμπουκάρει εξοργισμένος από μέσα. Ούτε κι ετούτος μιλάει, κρατάει την ανάσα του, έχει παντζαριάσει κι είναι έτοιμος να σκάσει. Κρατάει ένα χαρτί. Εμείς οι νέοι φοβόμαστε να τον ρωτήσουμε τι συνέβη. Οι γηραιότεροι κοιτούν τις μύτες από τα σκαρπίνια τους και κουνάνε συγκαταβατικά την κασίδα τους.

Και τότε εμφανίστηκε ο Γιάννι. Όχι ο Yanni ο μουσικοσυνθέτης αλλά ένας άλλος που του ψιλοέμοιαζε, εξ ου κι ο χαρακτηρισμός.
Ήτανε γύρω στα σαρανταπέντε, μακρύ γκρίζο μαλλί πιστολάκι χτενισμένο, μουστάκι γκρίζο χτενισμένο, φρύδια χτενισμένα, σακάκι αχτένιστο, χαρτοφύλακα, πρόσωπο πράο, αρυτίδωτο και ήρεμο. Θύμιζε αγιογραφία. Έδειχνε για άνθρωπο συνειδητοποιημένο, ψύχραιμο, λογικό, έξυπνο. Η ψυχολογική του κατάσταση ισορροπημένη, καμία σχέση με τα σπασμένα νεύρα που είχαμε όλοι οι υπόλοιποι.
Ξεχώριζε ανάμεσά μας σαν άτι καθαρόαιμο.

Μας προσπέρασε με βηματισμό χελώνα και κατευθύνθηκε προς τους κανίβαλους. Τον λυπηθήκαμε, θα τον μαγείρευαν σε καζάνι με ψιλοκομμένο καροτάκι και σέλινο και θα τον έτρωγαν ζωντανό.
Πήγε να χτυπήσει την πόρτα με στυλ λόρδου ευγενούς – κλειστά μάτια, ψηλά τη μύτη και λεπτεπίλεπτες κινήσεις – όταν η πόρτα άνοιξε από μόνη της κι έτσι αντί για την πόρτα χτύπησε την καλοθρεμμένη κοιλιά του μουστακαλή υπαλλήλου.
Εκείνος σάστισε, τον στραβοκοίταξε, δεν έβγαλε όμως πάλι άχνα.
Τα πρόσωπά τους κολλητά, ο ένας ανέπνεε στη μάπα του άλλου. Η μουσική του Μορικόνου ακούστηκε από κάπου, από τους τρεις έλειπε μόνο ο Άσχημος.
Ο Γιάννι πήρε πρώτος το λόγο. Ξερόβηξε πρώτα για να καθαρίσει το λαιμό του, όπως θα έκανε κάθε γνήσιος ευγενής, και είπε:
«Καλημέρα σας».
Ο άλλος απάντησε με μια παρατεταμένη μουγγαμάρα.
Ο δικός μας συνέχισε με καλοσύνη.
«Θα ήθελα να σας κάνω μια ερώτηση».
Ο άλλος κοίταξε επιδεικτικά έξω από το παράθυρο.
«Σας ακούω, κ-ύ-ρ-ι-ε». Μιλούσε τελικά.
Ο δικός μας συνέχισε το ίδιο ευγενικά.
«Ψάχνω για έναν φάκελο. Π…».
Εκεί τον έκοψε ακαριαία ο μυστακοφόρος.
«Θα περιμένετε!».

Σύμφωνα με τα έκτακτα δελτία ειδήσεων που εξέπεμψαν ταυτόχρονα σε κάθε νοικοκυριό της χορτάτης πλευράς του πλανήτη μας, εκείνη καθορίζεται ως η ακριβής στιγμή που έγινε η έκρηξη του ανενεργού για χρόνια ηφαιστείου. Καυτή λάβα χύθηκε παντού. Ευτυχώς που πρόλαβα και ανέβηκα σε μια καρέκλα και δεν καήκανε τα καινούρια μου αντίντας.

Ο ήρεμος, πράος, ισσορροπημένος, κου-λου-πού, κου-λου-πού Γιάννι άλλαξε πρόσωπο. Άρχισε να χοροπηδάει στο ίδιο σημείο, να κουνάει χέρια πόδια δεξιά κι αριστερά λες και του την είχε πέσει ένα σμήνος μέλισσες, να βγάζει καπνούς από τα αυτιά και να ουρλιάζει. Το κεφάλι του έφερε κάνα δυο σβούρες πάνω στον λαιμό του, τα μάτια του είχανε ασπρίσει.
«ΔΕ ΣΑΣ ΕΚΑΝΑ ΑΚΟΜΗ ΤΗΝ ΕΡΩΤΗΣΗ ΚΥΡΙΕ!!!!!».
Ένας άνεμος προκλήθηκε από το ουρλιαχτό και φύσηξε δυνατά την κόμη του υπαλληλίσκου.
Ο άλλος προσπάθησε να γίνει πιο σαφής.
«Σας είπα να περιμένετε, κύριε»
Ο Γιάννι δεν έβρισκε την ησυχία του.
«ΔΕΝ ΜΕ ΚΑΤΑΛΑΒΑΤΕ. ΑΥΤΟ ΗΤΑΝΕ ΚΑΤΑΦΑΣΗ. ΔΕΝ ΗΤΑΝΕ ΕΡΩΤΗΣΗ. ΚΑ-ΤΑ-ΦΑ-ΣΗ!»
Ο άλλος δεν έδειξε να πτοείται.
«Ηρεμήστε, κύριε. Ηρεμήστε….»
«ΤΙ ΝΑ ΗΡΕΜΗΣΩ! ΣΑΣ ΖΗΤΗΣΑ ΝΑ ΚΑΝΩ ΜΙΑΝ ΕΡΩΤΗΣΗ. ΔΕΝ ΤΗΝ ΕΚΑΝΑ ΑΚΟΜΗ. ΣΥΝΕΤΑΞΑ ΜΙΑ ΚΑΤΑΦΑΤΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ, ΟΧΙ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΗ. ΤΟΥΤΕΣΤΙΝ, ΟΦΕΙΛΕΤΕ ΝΑ ΜΕ ΑΚΟΥΣΕΤΕ ΠΡΩΤΑ, ΠΡΙΝ ΟΜΙΛΗΣΕΤΕ. ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ, ΚΥΡΙΕ, ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ, ΕΛΛΗΝΙΚΑ!!!!!!».
Ο αγράμματος και άξεστος υπαλληλίσκος δεν τον έπιανε. Τον προσκάλεσε λοιπόν μέσα για ένα καφέ, να τα βρούνε. Μέσα θα είχε και ενισχύσεις.
Τους πήρε και τα σώβρακα ο Γιάννι. Βγήκε έξω μετά από λίγα λεπτά, ήρεμος και πράος όπως στην αρχή, και απομακρύνθηκε με τον πολυπόθητο φάκελο στα χέρια.

Οι άλλοι μέσα δεν ακουγόντουσαν. Ανησυχήσαμε για πάρτη τους, σύντομα όμως βρήκαν τη μιλιά τους και το χρώμα τους κρυμμένα κάτω από το γραφείο. Η απουσία καλής ηχομόνωσης μας επέτρεψε να ακούσουμε τα εξής:
«Τι είναι αυτά ρε; Ήρθε ο μάγκας τώρα εδώ να μας πει εμάς για ερώτηση και κατάφαση και κυρίως θέμα και επίλογο και πρόλογο και επίρρημα; Σιγά τον μάγκα ρε, με το μαλλί το έτσι, και το μουστάκι αλλιώς, φρουφρού κι αρώματα, κουλτούρα κι επίπεδο».
Άνοιξε η πόρτα κι ευγενέστατα, για πρώτη φορά στα χρονικά, μας είπε:
«Ας περάσει ο επόμενος, παρακαλώ».

Υπάρχουνε πολλές μαρτυρίες για παρόμοιες, απροειδοποίητες εμφανίσεις του ευγενούς αυτού ανθρώπου. Πάντοτε έτσι, ερχότανε χωρίς να τον πάρει κανείς είδηση, διακριτικά, χτυπούσε, έλαμπε δια της παρουσίας του, αποκαθιστούσε το δίκαιο και αποχωρούσε ηρωικά με το ριγέ σώβρακο του υπαλλήλου πάντα στα χέρια του.

Τετάρτη 1 Απριλίου 2009

Η ΤΙΓΡΗ - ΨΑΡΑΝΤΩΝΗΣ

Στίχοι: Δημήτρης Αποστολάκης
Μουσική: Δημήτρης Αποστολάκης
Δίσκος: Χαΐνηδες - Ο ξυπόλητος πρίγκιπας (2000)

Έχω μια τίγρη μέσα μου, άγρια λιμασμένη
π' όλο με περιμένει, κι όλο την καρτερώ.
Τηνε μισώ και με μισεί, θέλει να με σκοτώσει,
μα ελπίζω να φιλιώσει, καιρό με τον καιρό.

Έχει τα δόντια στην καρδιά, τα νύχια στο μυαλό μου
κι εγώ για το καλό μου, για κείνη πολεμώ.
Κι όλου του κόσμου τα καλά με κάνει να μισήσω,
για να της τραγουδήσω, τον πιο βαρύ καημό.

Όρη, λαγκάδια και γκρεμνά με σπρώχνει να περάσω,
για να την αγκαλιάσω στον πιο τρελό χορό.
Κι όταν τις κρύες τις βραδιές θυμάται τα κλουβιά της,
μου δίνει την προβιά της για να τηνε φορώ.

Καμιά φορά απ' το πιοτό πέφτομε μεθυσμένοι,
σχεδόν αγαπημένοι, καθείς να κοιμηθεί.
Και μοιάζει ετούτη η σιωπή με λίγο πριν την μπόρα,
σαν τη στερνή την ώρα που θα επιτεθεί.

Το τραγούδι:

http://www.youtube.com/watch?v=Ufk6ANyUASo&feature=related


Μια ζωντανή εκτέλεση:

http://www.youtube.com/watch?v=s3u-OP_RtV0


Παρασκευή 27 Μαρτίου 2009

ΜΙΑ ΜΑΥΡΗ ΒΑΛΙΤΣΑ, ΔΥΟ ΜΑΥΡΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΤΡΙΣΧΕΙΡΟΤΕΡΑ

Είχανε περάσει τρεις μέρες κι όλα κυλούσανε τόσο στραβά στο Λονδίνο.
Με πρώτα και καλύτερα τα αυτοκίνητα.
Κινδυνέψαμε να σκοτωθούμε από αναίσθητους οδηγούς τροχοφόρων που τσουλάγανε στη λάθος μεριά του δρόμου. Πλακωθήκαμε με έναν ευαίσθητο φύλακα-στραβόξυλο στο μουσείο, ο οποίος δεν είχε την καλοσύνη να μας απαντήσει ευγενικά εάν επιτρεπότανε να βγάλουμε φωτογραφίες εκεί. Παρεξηγηθήκαμε με καλαίσθητους περαστικούς που δε δεχόντουσαν να κατανοήσουνε με τίποτα την προφορά μας, πόσο μάλλον την προσφορά μας στην κακοποίηση της αγγλικής. Κοιμηθήκαμε ένα βράδυ σε παγκάκι αφού το μπρέντ εν μπρέκφαστ που είχαμε κλείσει μέσω ιντερνέτ αποδείχτηκε λάθος επιλογή, εξαιτίας της εισβολής ενός επιπλέον «ρ», οπότε είχαμε μόνο ψωμί και πρωινό στη διάθεσή μας και μας έλειπε το απαιτούμενο κρεβάτι για να κοιμηθούμε.
Φάγαμε πολλά σκουπίδια.
Ήπιαμε πολλά σκουπίδια.
Δεν είδαμε όμως ούτε ένα σκουπίδι στους δρόμους.
Ναι. Όλα πηγαίνανε στραβά.
Κι εκείνο το πρωινό ο κύκλος της Πίζας θα έκλεινε.

Κοιμήθηκα. Σε κοιτώνα-χόστελ, αποκλειστικά για άντρες. Οκτώ διώροφα κρεβάτια. Ένας Γάλλος, δυο μαύροι Κενυάτες, δυο κίτρινοι Κινέζοι, ένας κατάχλομος Άγγλος κι ένας φιλήσυχος Έλληνας, εγώ. Σαν παλιό ανέκδοτο ήμασταν.
Είχα ήδη κάνει φιλίες με τον έναν μαύρο. Καλό παιδί.
Ξύπνησα. Πρωί. Κάποιοι λείπανε. Κάποιοι άλλοι ετοίμαζαν τις βαλίτσες τους για να ξεκουμπιστούν. Οι Κενυάτες ήτανε δυο από αυτούς τους λιποτάκτες. Ετοίμασα κι εγώ τη δική μου βαλίτσα, την άφησα δίπλα στο κρεβάτι να με περιμένει, χαιρέτησα από μακριά τους δυο φίλους μου κλείνοντάς τους το μάτι - χαμογελάσανε και με τυφλώσανε με τα άσπρα δόντια τους - κι άφησα το δωμάτιο για λίγο.

Εμφανίσθηκα με μπυτζαμέ περιβολή στα βεσέ. Στάθμευσα στους ουρητήρες και κοίταξα νυσταγμένος προς τα κάτω. Παρέμεινα ασάλευτος για κάνα λεπτό. Απολύμανα τα χέρια μου στον νιπτήρα. Πιτσίλισα με κάμποσο νερό τις τσίμπλες μου. Μούσκεψα το σβέρκο μου για να ξυπνήσω κι άλλο. Χτένισα τα δόντια μου με την ειδική βούρτσα και τα χάιδεψα με οδοντόπαστα.
Το μυαλό μου βολτάριζε ακόμη στο δωμάτιο. Στο κρεβάτι και στη βαλίτσα. Στην αφύλαχτη βαλίτσα μου. Στους δυο μαύρους και τα πλατιά χαμόγελά τους. Στις έτοιμες προς αναχώρηση βαλίτσες τους. Στη φιλική τους διάθεση, στη δίψα τους να μάθουνε λεπτομέρειες για το ταξίδι μου, για την ημέρα και ώρα αναχώρησής μου.
Άρχισα να αγχώνομαι, να πονηρεύομαι, να πνίγομαι, να φουντώνω. Να τρελαίνομαι στην ιδέα ότι με είχανε πιάσει κορόιδο. Πάει η βαλίτσα, σκέφτηκα. Το στόμα μου έβγαζε αφρούς. Με είχε πιάσει λύσσα, τουλάχιστον έτσι νόμιζα μέχρι που αντιλήφθηκα τη ξεχασμένη αναβράζουσα οδοντοβουρτσόκρεμα ανάμεσα στα δόντια μου.

Τα έφτυσα όλα στον νιπτήρα κι άρχισα να τρέχω στο διάδρομο. Στη στιγμή έφτασα στην πόρτα του δωματίου και κοντοστάθηκα. Οι υποψίες μου είχανε βγει αληθινές.
Τα δεκάξι κρεβάτια ήταν όλα εκεί, τα περισσότερα στρωμένα. Το δίπατο των μαύρων ήταν επίσης στρωμένο και άδειο.
Ούτε μαύροι όμως, ούτε βαλίτσες, ούτε και χαμόγελα, τίποτα.
Το δικό μου κρεβάτι άστρωτο, όπως το είχα αφήσει. Η βαλίτσα πουθενά.
Ψυχραιμία, σκέφτομαι. Ψυχραιμία. Μπορεί η καθαρίστρια να την έβαλε στην ντουλάπα. Ανοίγω, άδεια. Ίσως κάτω από το κρεβάτι. Σκύβω, τίποτα. Ίσως να την έβγαλε έξω να πάρει αέρα. Τρέχω μανιασμένος στο διάδρομο, στη ρεσεψιόν, στην υποδοχή. Πουθενά. Κι αν τον έβρισκα, μετά τι; Θα έτρεχα να φτάσω έναν μαύρο Κενυάτη! Ψάχνω απελπισμένος για την καθαρίστρια, η τελευταία μου ελπίδα.
Η ελπίδα, σκέφτομαι, πεθαίνει τελευταία. Πεθαίνει, όμως.
Τη βρίσκω στον επάνω όροφο. Όχι την ελπίδα. Την καθαρίστρια. Δεν είχε κατέβει ακόμη κάτω.

Η ελπίδα έπαθε καρδιακή προσβολή και πέθανε ακαριαία.
Σκύβω το κεφάλι. Παραιτούμαι.
Σκέφτομαι τον έναν μαύρο, τον ψηλόλιγνο, με την αγαπημένη μου μπεζ βερμούδα. Να φοράει το καπελάκι μου στραβά και τα καινούρια μου ρέημπαν. Τον κοντό να κολυμπάει μέσα στο φαρδύ μου χαβανέζικο πουκάμισο, φορώντας τις τρύπιες κάλτσες και τις σαγιονάρες μου. Τους φαντάζομαι να παριστάνουν ότι διαβάζουνε στα ελληνικά το τελευταίο μυθιστόρημα του Χρηστίδη. Να ακούνε τα σιντιά μου, να φωτογραφίζουνε αντιλόπες στην Κένυα με την κάνον μου, να ξυπνάνε από το ξυπνηντρίν μου.
Σκυφτός, καμπουριασμένος, με τα χέρια στις τσέπες βαδίζω στο διάδρομο. Μου φαίνεται πιο μακρύς από πριν. Προσπερνώ τις πόρτες των δωματίων, τις καταπίνει ο διάδρομος, φτάνω στην πόρτα 104 και μπαίνω κατσουφιασμένος.
Ρίχνω ένα βλέφαρο στο κρεβάτι μου.
Είναι άστρωτο. Δυο μυρμήγκια χορεύουνε εγκλωβισμένα στις σεντονοχαράδρες.
Η βαλίτσα μου όμως είναι εκεί. Με περιμένει.
Ρίχνω ένα βλέφαρο στο κρεβάτι των μαύρων.
Οι συμπαθέστατοι μαύροι είναι επίσης εκεί. Όπως τους είχα αφήσει. Μου χαμογελάνε. Ο χρόνος παγώνει. Πάω να τρελαθώ.
Βγαίνω από το 104. Μπαίνω στο 105.
Το κρεβάτι είναι άστρωτο.
Η βαλίτσα μου δεν είναι εκεί. Φυσικά.
Αντιλαμβάνομαι ότι δεν ήτανε ποτέ εκεί.

ΧΙΟΝΙΑ ΧΩΡΙΣ ΡΑΚΟΜΕΛΟ


ΝΙΠΕΧΡΙ ΜΑΗΛΧΡΗ

Η α-φιλόδοξη προσπάθεια έξι νέων, ωραίων και πυγμαίων συγγραφέων να συντονίσουνε την έμπνευσή τους και να συγγράψουνε κάτι που δε θα καταλαβαίνει κανείς εκτός από τους ίδιους. Έπειτα, λοιπόν, από τέσσερις ελληνικούς διπλούς, μια σοκολάτα και δυο ποτήρια κρασί μπρούσκο, ορίστε το αποτέλεσμα…


Το καλοκαίρι ήρθε σαν πρόωρο εφταμηνίτικο. Έξω χιονίζει, δεν έχει σημασία. Το καλοκαίρι ήρθε κι ας φοράς ακόμη την μάλλινή σου μπλούζα.
Η μπλούζα σε τσιμπούσε. Αποφάσισες ότι αυτή ήταν η εκδίκηση των προβάτων που έχασαν το μαλλί τους.
Συνέχισαν το ταξίδι τους, μην έχοντας άλλη επιλογή. Στον καυτό ήλιο της ερήμου τα γυμνά τους κεφάλια ψήθηκαν αργά. Για καλή τους τύχη στο βάθος του ορίζοντα φάνηκε ένα μικρό χωριουδάκι, γύρω από τη μοναδική όαση για τα επόμενα 300 χλμ. Ένας φαλακρός πυγμαίος εμφανίστηκε χαμογελώντας.
Η ζωή μέσα στο δάσος δίνει το λαμπερό χαμόγελο στο πρόσωπο αυτού του μικρούλη. Ενώ εμείς που ζούμε στην πόλη και μες το καυσαέριο πού να χαμογελάμε. Πρέπει όλοι να γυρίσουμε στην επαρχία και τα χωριά για να γλιτώσουμε, είναι όμως μεγάλη απόφαση, εκεί δεν έχει Mediterranian Cosmos.
Τίποτα δεν έχει. Είχανε καεί όλα. Πράσινο, σπίτια, πέτρες, τσιγάρα, κοψίδια. Ακόμη και οι τενεκέδες με το τυρί καήκανε, μύριζε καμένο μπουγιουρντί. Ο Ραούλ ήτανε ο μοναδικός επιζών.
Όταν τελείωσε τη διήγησή του διέκρινα μια θλίψη στο αριστερό του ρουθούνι. Δεν πρόλαβα να αρθρώσω λέξη. Δεν ήξερα αν όλα αυτά που μου είπε ήταν της φαντασίας του ή αν είχαν πράγματι συμβεί. Κατέβηκε στο σκοτεινό κελάρι με τα ξινισμένα κρασιά και το μουχλιασμένο τυρί. Πήρε όλες τις παλιές μου κασέτες Deftones ακόμη και το WhitePony και κλείστηκε στο μπάνιο. Το μόνο που ακουγόταν ήταν η χαλασμένη βρύση. Το πρωί που ξύπνησα στο μαξιλάρι υπήρχε ένας σωρός από χαλασμένες ταινίες και ένα σημείωμα που έγραφε «Τέλος, τέλος ρεεεε!»