Είχανε περάσει τρεις μέρες κι όλα κυλούσανε τόσο στραβά στο Λονδίνο.
Με πρώτα και καλύτερα τα αυτοκίνητα.
Κινδυνέψαμε να σκοτωθούμε από αναίσθητους οδηγούς τροχοφόρων που τσουλάγανε στη λάθος μεριά του δρόμου. Πλακωθήκαμε με έναν ευαίσθητο φύλακα-στραβόξυλο στο μουσείο, ο οποίος δεν είχε την καλοσύνη να μας απαντήσει ευγενικά εάν επιτρεπότανε να βγάλουμε φωτογραφίες εκεί. Παρεξηγηθήκαμε με καλαίσθητους περαστικούς που δε δεχόντουσαν να κατανοήσουνε με τίποτα την προφορά μας, πόσο μάλλον την προσφορά μας στην κακοποίηση της αγγλικής. Κοιμηθήκαμε ένα βράδυ σε παγκάκι αφού το μπρέντ εν μπρέκφαστ που είχαμε κλείσει μέσω ιντερνέτ αποδείχτηκε λάθος επιλογή, εξαιτίας της εισβολής ενός επιπλέον «ρ», οπότε είχαμε μόνο ψωμί και πρωινό στη διάθεσή μας και μας έλειπε το απαιτούμενο κρεβάτι για να κοιμηθούμε.
Φάγαμε πολλά σκουπίδια.
Ήπιαμε πολλά σκουπίδια.
Δεν είδαμε όμως ούτε ένα σκουπίδι στους δρόμους.
Ναι. Όλα πηγαίνανε στραβά.
Κι εκείνο το πρωινό ο κύκλος της Πίζας θα έκλεινε.
Κοιμήθηκα. Σε κοιτώνα-χόστελ, αποκλειστικά για άντρες. Οκτώ διώροφα κρεβάτια. Ένας Γάλλος, δυο μαύροι Κενυάτες, δυο κίτρινοι Κινέζοι, ένας κατάχλομος Άγγλος κι ένας φιλήσυχος Έλληνας, εγώ. Σαν παλιό ανέκδοτο ήμασταν.
Είχα ήδη κάνει φιλίες με τον έναν μαύρο. Καλό παιδί.
Ξύπνησα. Πρωί. Κάποιοι λείπανε. Κάποιοι άλλοι ετοίμαζαν τις βαλίτσες τους για να ξεκουμπιστούν. Οι Κενυάτες ήτανε δυο από αυτούς τους λιποτάκτες. Ετοίμασα κι εγώ τη δική μου βαλίτσα, την άφησα δίπλα στο κρεβάτι να με περιμένει, χαιρέτησα από μακριά τους δυο φίλους μου κλείνοντάς τους το μάτι - χαμογελάσανε και με τυφλώσανε με τα άσπρα δόντια τους - κι άφησα το δωμάτιο για λίγο.
Εμφανίσθηκα με μπυτζαμέ περιβολή στα βεσέ. Στάθμευσα στους ουρητήρες και κοίταξα νυσταγμένος προς τα κάτω. Παρέμεινα ασάλευτος για κάνα λεπτό. Απολύμανα τα χέρια μου στον νιπτήρα. Πιτσίλισα με κάμποσο νερό τις τσίμπλες μου. Μούσκεψα το σβέρκο μου για να ξυπνήσω κι άλλο. Χτένισα τα δόντια μου με την ειδική βούρτσα και τα χάιδεψα με οδοντόπαστα.
Το μυαλό μου βολτάριζε ακόμη στο δωμάτιο. Στο κρεβάτι και στη βαλίτσα. Στην αφύλαχτη βαλίτσα μου. Στους δυο μαύρους και τα πλατιά χαμόγελά τους. Στις έτοιμες προς αναχώρηση βαλίτσες τους. Στη φιλική τους διάθεση, στη δίψα τους να μάθουνε λεπτομέρειες για το ταξίδι μου, για την ημέρα και ώρα αναχώρησής μου.
Άρχισα να αγχώνομαι, να πονηρεύομαι, να πνίγομαι, να φουντώνω. Να τρελαίνομαι στην ιδέα ότι με είχανε πιάσει κορόιδο. Πάει η βαλίτσα, σκέφτηκα. Το στόμα μου έβγαζε αφρούς. Με είχε πιάσει λύσσα, τουλάχιστον έτσι νόμιζα μέχρι που αντιλήφθηκα τη ξεχασμένη αναβράζουσα οδοντοβουρτσόκρεμα ανάμεσα στα δόντια μου.
Τα έφτυσα όλα στον νιπτήρα κι άρχισα να τρέχω στο διάδρομο. Στη στιγμή έφτασα στην πόρτα του δωματίου και κοντοστάθηκα. Οι υποψίες μου είχανε βγει αληθινές.
Τα δεκάξι κρεβάτια ήταν όλα εκεί, τα περισσότερα στρωμένα. Το δίπατο των μαύρων ήταν επίσης στρωμένο και άδειο.
Ούτε μαύροι όμως, ούτε βαλίτσες, ούτε και χαμόγελα, τίποτα.
Το δικό μου κρεβάτι άστρωτο, όπως το είχα αφήσει. Η βαλίτσα πουθενά.
Ψυχραιμία, σκέφτομαι. Ψυχραιμία. Μπορεί η καθαρίστρια να την έβαλε στην ντουλάπα. Ανοίγω, άδεια. Ίσως κάτω από το κρεβάτι. Σκύβω, τίποτα. Ίσως να την έβγαλε έξω να πάρει αέρα. Τρέχω μανιασμένος στο διάδρομο, στη ρεσεψιόν, στην υποδοχή. Πουθενά. Κι αν τον έβρισκα, μετά τι; Θα έτρεχα να φτάσω έναν μαύρο Κενυάτη! Ψάχνω απελπισμένος για την καθαρίστρια, η τελευταία μου ελπίδα.
Η ελπίδα, σκέφτομαι, πεθαίνει τελευταία. Πεθαίνει, όμως.
Τη βρίσκω στον επάνω όροφο. Όχι την ελπίδα. Την καθαρίστρια. Δεν είχε κατέβει ακόμη κάτω.
Η ελπίδα έπαθε καρδιακή προσβολή και πέθανε ακαριαία.
Σκύβω το κεφάλι. Παραιτούμαι.
Σκέφτομαι τον έναν μαύρο, τον ψηλόλιγνο, με την αγαπημένη μου μπεζ βερμούδα. Να φοράει το καπελάκι μου στραβά και τα καινούρια μου ρέημπαν. Τον κοντό να κολυμπάει μέσα στο φαρδύ μου χαβανέζικο πουκάμισο, φορώντας τις τρύπιες κάλτσες και τις σαγιονάρες μου. Τους φαντάζομαι να παριστάνουν ότι διαβάζουνε στα ελληνικά το τελευταίο μυθιστόρημα του Χρηστίδη. Να ακούνε τα σιντιά μου, να φωτογραφίζουνε αντιλόπες στην Κένυα με την κάνον μου, να ξυπνάνε από το ξυπνηντρίν μου.
Σκυφτός, καμπουριασμένος, με τα χέρια στις τσέπες βαδίζω στο διάδρομο. Μου φαίνεται πιο μακρύς από πριν. Προσπερνώ τις πόρτες των δωματίων, τις καταπίνει ο διάδρομος, φτάνω στην πόρτα 104 και μπαίνω κατσουφιασμένος.
Ρίχνω ένα βλέφαρο στο κρεβάτι μου.
Είναι άστρωτο. Δυο μυρμήγκια χορεύουνε εγκλωβισμένα στις σεντονοχαράδρες.
Η βαλίτσα μου όμως είναι εκεί. Με περιμένει.
Ρίχνω ένα βλέφαρο στο κρεβάτι των μαύρων.
Οι συμπαθέστατοι μαύροι είναι επίσης εκεί. Όπως τους είχα αφήσει. Μου χαμογελάνε. Ο χρόνος παγώνει. Πάω να τρελαθώ.
Βγαίνω από το 104. Μπαίνω στο 105.
Το κρεβάτι είναι άστρωτο.
Η βαλίτσα μου δεν είναι εκεί. Φυσικά.
Αντιλαμβάνομαι ότι δεν ήτανε ποτέ εκεί.