Παρασκευή 27 Μαρτίου 2009

ΜΙΑ ΜΑΥΡΗ ΒΑΛΙΤΣΑ, ΔΥΟ ΜΑΥΡΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΤΡΙΣΧΕΙΡΟΤΕΡΑ

Είχανε περάσει τρεις μέρες κι όλα κυλούσανε τόσο στραβά στο Λονδίνο.
Με πρώτα και καλύτερα τα αυτοκίνητα.
Κινδυνέψαμε να σκοτωθούμε από αναίσθητους οδηγούς τροχοφόρων που τσουλάγανε στη λάθος μεριά του δρόμου. Πλακωθήκαμε με έναν ευαίσθητο φύλακα-στραβόξυλο στο μουσείο, ο οποίος δεν είχε την καλοσύνη να μας απαντήσει ευγενικά εάν επιτρεπότανε να βγάλουμε φωτογραφίες εκεί. Παρεξηγηθήκαμε με καλαίσθητους περαστικούς που δε δεχόντουσαν να κατανοήσουνε με τίποτα την προφορά μας, πόσο μάλλον την προσφορά μας στην κακοποίηση της αγγλικής. Κοιμηθήκαμε ένα βράδυ σε παγκάκι αφού το μπρέντ εν μπρέκφαστ που είχαμε κλείσει μέσω ιντερνέτ αποδείχτηκε λάθος επιλογή, εξαιτίας της εισβολής ενός επιπλέον «ρ», οπότε είχαμε μόνο ψωμί και πρωινό στη διάθεσή μας και μας έλειπε το απαιτούμενο κρεβάτι για να κοιμηθούμε.
Φάγαμε πολλά σκουπίδια.
Ήπιαμε πολλά σκουπίδια.
Δεν είδαμε όμως ούτε ένα σκουπίδι στους δρόμους.
Ναι. Όλα πηγαίνανε στραβά.
Κι εκείνο το πρωινό ο κύκλος της Πίζας θα έκλεινε.

Κοιμήθηκα. Σε κοιτώνα-χόστελ, αποκλειστικά για άντρες. Οκτώ διώροφα κρεβάτια. Ένας Γάλλος, δυο μαύροι Κενυάτες, δυο κίτρινοι Κινέζοι, ένας κατάχλομος Άγγλος κι ένας φιλήσυχος Έλληνας, εγώ. Σαν παλιό ανέκδοτο ήμασταν.
Είχα ήδη κάνει φιλίες με τον έναν μαύρο. Καλό παιδί.
Ξύπνησα. Πρωί. Κάποιοι λείπανε. Κάποιοι άλλοι ετοίμαζαν τις βαλίτσες τους για να ξεκουμπιστούν. Οι Κενυάτες ήτανε δυο από αυτούς τους λιποτάκτες. Ετοίμασα κι εγώ τη δική μου βαλίτσα, την άφησα δίπλα στο κρεβάτι να με περιμένει, χαιρέτησα από μακριά τους δυο φίλους μου κλείνοντάς τους το μάτι - χαμογελάσανε και με τυφλώσανε με τα άσπρα δόντια τους - κι άφησα το δωμάτιο για λίγο.

Εμφανίσθηκα με μπυτζαμέ περιβολή στα βεσέ. Στάθμευσα στους ουρητήρες και κοίταξα νυσταγμένος προς τα κάτω. Παρέμεινα ασάλευτος για κάνα λεπτό. Απολύμανα τα χέρια μου στον νιπτήρα. Πιτσίλισα με κάμποσο νερό τις τσίμπλες μου. Μούσκεψα το σβέρκο μου για να ξυπνήσω κι άλλο. Χτένισα τα δόντια μου με την ειδική βούρτσα και τα χάιδεψα με οδοντόπαστα.
Το μυαλό μου βολτάριζε ακόμη στο δωμάτιο. Στο κρεβάτι και στη βαλίτσα. Στην αφύλαχτη βαλίτσα μου. Στους δυο μαύρους και τα πλατιά χαμόγελά τους. Στις έτοιμες προς αναχώρηση βαλίτσες τους. Στη φιλική τους διάθεση, στη δίψα τους να μάθουνε λεπτομέρειες για το ταξίδι μου, για την ημέρα και ώρα αναχώρησής μου.
Άρχισα να αγχώνομαι, να πονηρεύομαι, να πνίγομαι, να φουντώνω. Να τρελαίνομαι στην ιδέα ότι με είχανε πιάσει κορόιδο. Πάει η βαλίτσα, σκέφτηκα. Το στόμα μου έβγαζε αφρούς. Με είχε πιάσει λύσσα, τουλάχιστον έτσι νόμιζα μέχρι που αντιλήφθηκα τη ξεχασμένη αναβράζουσα οδοντοβουρτσόκρεμα ανάμεσα στα δόντια μου.

Τα έφτυσα όλα στον νιπτήρα κι άρχισα να τρέχω στο διάδρομο. Στη στιγμή έφτασα στην πόρτα του δωματίου και κοντοστάθηκα. Οι υποψίες μου είχανε βγει αληθινές.
Τα δεκάξι κρεβάτια ήταν όλα εκεί, τα περισσότερα στρωμένα. Το δίπατο των μαύρων ήταν επίσης στρωμένο και άδειο.
Ούτε μαύροι όμως, ούτε βαλίτσες, ούτε και χαμόγελα, τίποτα.
Το δικό μου κρεβάτι άστρωτο, όπως το είχα αφήσει. Η βαλίτσα πουθενά.
Ψυχραιμία, σκέφτομαι. Ψυχραιμία. Μπορεί η καθαρίστρια να την έβαλε στην ντουλάπα. Ανοίγω, άδεια. Ίσως κάτω από το κρεβάτι. Σκύβω, τίποτα. Ίσως να την έβγαλε έξω να πάρει αέρα. Τρέχω μανιασμένος στο διάδρομο, στη ρεσεψιόν, στην υποδοχή. Πουθενά. Κι αν τον έβρισκα, μετά τι; Θα έτρεχα να φτάσω έναν μαύρο Κενυάτη! Ψάχνω απελπισμένος για την καθαρίστρια, η τελευταία μου ελπίδα.
Η ελπίδα, σκέφτομαι, πεθαίνει τελευταία. Πεθαίνει, όμως.
Τη βρίσκω στον επάνω όροφο. Όχι την ελπίδα. Την καθαρίστρια. Δεν είχε κατέβει ακόμη κάτω.

Η ελπίδα έπαθε καρδιακή προσβολή και πέθανε ακαριαία.
Σκύβω το κεφάλι. Παραιτούμαι.
Σκέφτομαι τον έναν μαύρο, τον ψηλόλιγνο, με την αγαπημένη μου μπεζ βερμούδα. Να φοράει το καπελάκι μου στραβά και τα καινούρια μου ρέημπαν. Τον κοντό να κολυμπάει μέσα στο φαρδύ μου χαβανέζικο πουκάμισο, φορώντας τις τρύπιες κάλτσες και τις σαγιονάρες μου. Τους φαντάζομαι να παριστάνουν ότι διαβάζουνε στα ελληνικά το τελευταίο μυθιστόρημα του Χρηστίδη. Να ακούνε τα σιντιά μου, να φωτογραφίζουνε αντιλόπες στην Κένυα με την κάνον μου, να ξυπνάνε από το ξυπνηντρίν μου.
Σκυφτός, καμπουριασμένος, με τα χέρια στις τσέπες βαδίζω στο διάδρομο. Μου φαίνεται πιο μακρύς από πριν. Προσπερνώ τις πόρτες των δωματίων, τις καταπίνει ο διάδρομος, φτάνω στην πόρτα 104 και μπαίνω κατσουφιασμένος.
Ρίχνω ένα βλέφαρο στο κρεβάτι μου.
Είναι άστρωτο. Δυο μυρμήγκια χορεύουνε εγκλωβισμένα στις σεντονοχαράδρες.
Η βαλίτσα μου όμως είναι εκεί. Με περιμένει.
Ρίχνω ένα βλέφαρο στο κρεβάτι των μαύρων.
Οι συμπαθέστατοι μαύροι είναι επίσης εκεί. Όπως τους είχα αφήσει. Μου χαμογελάνε. Ο χρόνος παγώνει. Πάω να τρελαθώ.
Βγαίνω από το 104. Μπαίνω στο 105.
Το κρεβάτι είναι άστρωτο.
Η βαλίτσα μου δεν είναι εκεί. Φυσικά.
Αντιλαμβάνομαι ότι δεν ήτανε ποτέ εκεί.

ΧΙΟΝΙΑ ΧΩΡΙΣ ΡΑΚΟΜΕΛΟ


ΝΙΠΕΧΡΙ ΜΑΗΛΧΡΗ

Η α-φιλόδοξη προσπάθεια έξι νέων, ωραίων και πυγμαίων συγγραφέων να συντονίσουνε την έμπνευσή τους και να συγγράψουνε κάτι που δε θα καταλαβαίνει κανείς εκτός από τους ίδιους. Έπειτα, λοιπόν, από τέσσερις ελληνικούς διπλούς, μια σοκολάτα και δυο ποτήρια κρασί μπρούσκο, ορίστε το αποτέλεσμα…


Το καλοκαίρι ήρθε σαν πρόωρο εφταμηνίτικο. Έξω χιονίζει, δεν έχει σημασία. Το καλοκαίρι ήρθε κι ας φοράς ακόμη την μάλλινή σου μπλούζα.
Η μπλούζα σε τσιμπούσε. Αποφάσισες ότι αυτή ήταν η εκδίκηση των προβάτων που έχασαν το μαλλί τους.
Συνέχισαν το ταξίδι τους, μην έχοντας άλλη επιλογή. Στον καυτό ήλιο της ερήμου τα γυμνά τους κεφάλια ψήθηκαν αργά. Για καλή τους τύχη στο βάθος του ορίζοντα φάνηκε ένα μικρό χωριουδάκι, γύρω από τη μοναδική όαση για τα επόμενα 300 χλμ. Ένας φαλακρός πυγμαίος εμφανίστηκε χαμογελώντας.
Η ζωή μέσα στο δάσος δίνει το λαμπερό χαμόγελο στο πρόσωπο αυτού του μικρούλη. Ενώ εμείς που ζούμε στην πόλη και μες το καυσαέριο πού να χαμογελάμε. Πρέπει όλοι να γυρίσουμε στην επαρχία και τα χωριά για να γλιτώσουμε, είναι όμως μεγάλη απόφαση, εκεί δεν έχει Mediterranian Cosmos.
Τίποτα δεν έχει. Είχανε καεί όλα. Πράσινο, σπίτια, πέτρες, τσιγάρα, κοψίδια. Ακόμη και οι τενεκέδες με το τυρί καήκανε, μύριζε καμένο μπουγιουρντί. Ο Ραούλ ήτανε ο μοναδικός επιζών.
Όταν τελείωσε τη διήγησή του διέκρινα μια θλίψη στο αριστερό του ρουθούνι. Δεν πρόλαβα να αρθρώσω λέξη. Δεν ήξερα αν όλα αυτά που μου είπε ήταν της φαντασίας του ή αν είχαν πράγματι συμβεί. Κατέβηκε στο σκοτεινό κελάρι με τα ξινισμένα κρασιά και το μουχλιασμένο τυρί. Πήρε όλες τις παλιές μου κασέτες Deftones ακόμη και το WhitePony και κλείστηκε στο μπάνιο. Το μόνο που ακουγόταν ήταν η χαλασμένη βρύση. Το πρωί που ξύπνησα στο μαξιλάρι υπήρχε ένας σωρός από χαλασμένες ταινίες και ένα σημείωμα που έγραφε «Τέλος, τέλος ρεεεε!»

Τρίτη 24 Μαρτίου 2009

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ "ΚΑ.ΣΕ.ΡΙ."

λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί κι η μάνα το ζηλεύει

Τελευταίες ώρες στο Άμστερνταμ, τελευταίες εικόνες, τελευταίες γεύσεις.
Ξεκίνησα την ημέρα μου με τον γνωστό πρόλογο. Σε εκείνο το μαγαζάκι με τα αλλαντικά και τα τυριά. Αυτός ήτανε άλλωστε κι ένας από τους λόγους που βρισκόμουν σε τούτην τη χώρα.
Τα τυριά.
Σκέφτηκα πως όταν γεράσω, κι άμα δε θα ‘χω κάποιον να με προσέχει, δε θέλω να με βάλουνε σε γηροκομείο. Με τίποτα. Σε τυροκομείο να με πάνε.
Πήρα τρία ψωμάκια, μικρά, πέντε φέτες κασέρι γκούντα ολντ, μεγάλες σα σεντόνι, ένα ντόπιο ξινόγαλο, κι εγκατέλειψα τον τυροπαράδεισο προς αναζήτηση μια όμορφης γωνιάς για να πάρω το πρωινό μου.
Έπεσα πάνω σε ένα κανάλι μικρό και ήσυχο, μακριά από την, ανύπαρκτη ούτως ή άλλως, βαβούρα της πόλης. Εκεί με περίμενε καρτερικά ένα φιλόξενο κι άνετο παγκάκι, το πλησίασα, συστηθήκαμε και του φορτώθηκα. Άνοιξα με μανία το χαρτί με τις φέτες κασέρι, τα σάλια μου σχηματίζανε έναν μικρό καταρράκτη δίπλα στο πιγούνι. Έσκισα το ένα ψωμάκι στα δύο χρησιμοποιώντας τα δάχτυλά μου, έχωσα μέσα το λαχταριστό κίτρινο και πλησίασα το όλο πακέτο στο στόμα μου. Δάγκωσα την πρώτη.

Λίγο παραδίπλα πετούσε ένα γλαροπούλι, αμέριμνο, μας πήρε μυρωδιά εμένα και τα κασέρια μου, έφερε μια σβούρα αναγνωριστική και γρήγορα μας εγκατέλειψε. Δεν έδωσα πολλή σημασία και συνέχισα τη μάσα.
Άλλη μια μπουκιά, και λίγα ψίχουλα πέσανε κάτω.
Λόγω βαρύτητας.
Άλλα δυο γλαροπούλια κι ένα χαζοπούλι κατέφτασαν.
Λόγω τροφής.
Βούτηξαν ίσια πάνω στα ψίχουλα.
Λόγω πείνας.
Τους πέταξα άλλο ένα κομματάκι ψωμί παραπέρα.
Λόγω φιλανθρωπικού χαρακτήρα.
Το έπιασε στον αέρα ένα από δαύτα.
Χάριν εντυπωσιασμού. Αν κρίνω από την αριστοτεχνική πιρουέτα που έκανε, μάλλον του τσίρκου θα ‘τανε.
Τρίτη μπουκιά κι ετούτη τη φορά ένα κομματάκι κασέρι πέφτει κάτω.
Νιώθω βέβηλος.
Το τι επακολούθησε δεν περιγράφεται, γι’ αυτό και δε θα το περιγράψω.
Τέσσερις γλάροι, τρία σπουργιτάκια, κάνα εφτά περιστέρια και κάτι άλλα χαζά μικρά τόσο δα, που δε γνωρίζω τι μάρκα ήτανε, έδωσαν σκληρή αλλά σύντομη μάχη για την απόκτηση του θησαυρού. Κρωξίματα, πούπουλα στον αέρα και μερικά μαδημένα πουλάκια είναι ο απολογισμός.
Κέρδισε ο πιο μάγκας, απογειώθηκαν πάλι και συνέχισαν να φέρνουνε σβούρες πάνω από το κεφάλι μου. Υπομονετικά. Ένιωθα να παρακολουθούμαι. Τα κοιτούσα ανήσυχος. Πετούσαν ανήσυχα. Φοβόμουνα να κάνω την επόμενη μπουκιά. Φοβόμουν ότι θα δεχτώ επίθεση. Άρχισα να ανασκουμπώνομαι.
Δεν είχα άλλη όρεξη να τα ταΐσω. Σε λίγο δε θα είχα όρεξη ούτε να φάω.

Κοίταξα δίπλα μου, με την άκρη του ματιού μου. Ένα ενοχλητικό, μικρό πουλάκι είχε ανέβει στο παγκάκι και, με πλησίαζε με μικρά βήματα. Πλαγιαστά. Του είχανε αναθέσει, δίχως άλλο, κάποιου είδους μυστική κι επικίνδυνη αποστολή. Φορούσε κατασκοπική καμπαρντίνα και ψεύτικο μουστάκι. Ινκόγκνιτο. Νόμιζε ότι δε θα το πάρω χαμπάρι.
Γύρισα το κεφάλι απότομα προς το μέρος του και το αγριοκοίταξα. Αυτό σκιάχτηκε στην αρχή, αλλά αποδείχτηκε καλά εκπαιδευμένο και συνέχισε το ρόλο του παριστάνοντας τον περαστικό, σφυρίζοντας δεξιά κι αριστερά και χαζεύοντας προς τον ουρανό.
Όση ώρα ασχολιόμουνα με δαύτο, ένα σπουργίτι ανέβηκε κρυφά στο παγκάκι μου από την άλλη μεριά και, εκμεταλλευόμενο τον αντιπερισπασμό του φίλου του, προσπάθησε να με αιφνιδιάσει. Μιλάμε για θράσος! Πίσω μου τέσσερα άλλα χαζοπούλια βρισκόντουσαν σε ετοιμότητα για παν ενδεχόμενο.
Τους μοίρασα μερικά ξουτ! και πέσανε όλα τους κάτω από το παγκάκι. Δυο γλάροι αξιωματικοί εποπτεύανε την όλη επιχείρηση από απόσταση ασφαλείας.
Είχε αποτύχει παταγωδώς.
Μέσα σε δέκα λεπτά είχανε μαζευτεί γύρω μου πάνω από τριακόσια πτηνά, κάθε μάρκας και κυβικών. Στο βάθος, μακριά στο κανάλι, δεν έβλεπες άλλα πουλιά. Πουθενά. Όλα τα πετούμενα της πόλης στριφογυρνούσανε τώρα πάνω από το κεφάλι μου.
Σηκώθηκα να φύγω. Σηκώθηκαν κι αυτά να με ξεπροβοδίσουν. Άρχισα να απομακρύνομαι από το παγκάκι, όχι όμως κι από τους διώκτες μου. Με ακολουθούσαν. Άνοιξα το βήμα μου, πιο ταχύ, πιο γρήγορο, σχεδόν έτρεχα. Αυτά εκεί, ξωπίσω μου. Έτρεχα ακόμη πιο γρήγορα τώρα. Διένυσα κάνα δυο χιλιόμετρα έτσι.
Περνούσανε ποδηλάτες και με κοιτούσανε περίεργα, μαμάδες με τα παιδάκια τους, όλοι εμένα έδειχναν, εμένα και το ζωντανό σύννεφο από πάνω μου.
Βαρέθηκα. Κουράστηκα. Λαχάνιασα. Πεινούσα. Δεν άντεχα άλλο. Φτάνει. Θα φάω. Στα γρήγορα. Κι ότι γίνει. Αναθεματισμένα πουλάκια. Φτάνει. Σας βαρέθηκα.

Κάθισα σε ένα πεζούλι, κανάλι μπροστά μου ξανά, και άρχισα να τρώω σαν κυνηγημένος. Είχα συμβιβαστεί με την ιδέα. Τα μάτια μου έπαιζαν δεξιά κι αριστερά. Ο εχθρός παραμόνευε. Εγώ συνέχισα γρήγορα το φαστφούντ μου.
Τα μικρά πουλάκια είχανε αποθρασυνθεί τελείως. Πραγματικά, δε νιώθανε. Ένα είχε τώρα ανέβει στο γόνατό μου, κάνα δυο στους ώμους και στο κεφάλι μου, ένα τρίτο μασουλούσε το μανίκι μου που είχε βουτήξει κατά λάθος στο ξινόγαλο. Οι γλάροι φέρνανε βόλτες ανήσυχοι και σκεπτικοί μπροστά στα πόδια μου, με στραβοκοιτάζανε πού και πού, κάποιοι άλλοι σε σχηματισμό στον ουρανό για τον εναέριο αποκλεισμό μου. Τα σπουργητάκια είχανε στοιχηθεί αυστηρά επάνω στο κάγκελο απέναντί μου σαν το εκτελεστικό απόσπασμα και με κοιτούσανε με βλέμμα παγερό.
Ξεροκατάπια.
Ένα πλωτό αμστερνταμιανό λεωφορείο διέσχιζε το κανάλι κατά μήκος. Κουβάλαγε ως συνήθως ένα μάτσο βαρεμένους τουρίστες. Ένας ξερακιανός ξεναγός τους έδειχνε τα αξιοθέατα του Άμστερνταμ, έδειξε και προς το μέρος μου. Σαράντα κινεζάκια μου χαμογελούσαν. Έτσι έμοιαζαν, δηλαδή. Χωρίς να χάσουνε χρόνο σαράντα μάτια κλείσανε συντονισμένα, σαράντα φλας αστράψανε, σαράντα κλικ ακούστηκαν και σαράντα φωτογραφικές μηχανές πυροβόλησαν τον ταλαιπωρημένο και κατσουφιασμένο γητευτή των πουλιών.

Δευτέρα 23 Μαρτίου 2009

ΠΟΔΗΛΑΠ(Τ)ΟΓΕΥΜΑ ΣΤΟ Α.Π.Ε.Χ.Α.

Αν Ποδηλάτης Έρθει Χάλασ' τον Αμέσως

Ζαλίζαμε την πόλη με τα ποδήλατά μας. Επικίνδυνη η ποδηλατάδα με αυτές τις συνθήκες, αλλά τι να κάνεις.

Είχαμε φτάσει πλέον στην κατάλληλη ηλικία ώστε να θέλουμε να ξεθάψουμε όλα όσα είχαμε απαρνηθεί σε εκείνα τα πρώτα χρόνια της ενηλικίωσής μας.
Κόμικς. Ποδήλατο. Βόλτα με τη μαμά και τον μπαμπά. Παιχνίδια.
Τα θέλουμε πίσω τώρα. Τα θυμόμαστε, τα χρειαζόμαστε για να μη μεγαλώσουμε ποτέ. Το ποδήλατο επιστρέφει κι αυτό στη ζωή μας. Για εύκολη, γρήγορη κι ανέξοδη μετακίνηση. Για γυμναστική. Για ζωντάνια. Για απάντηση στους ξεροκέφαλους οδηγούς. Για την ηρεμία του. Για διασκέδαση. Για τη φάση.

Ένας της Δημοτικής Αστειονομίας μας πλεύρισε. Είχα το παλιό μου κριαράκι, ο Σοροφοτσίρχ είχε το καινούριο του μάουντεν-μπαϊκ. Ο Θελωναγινωμπάτσος σταμάτησε και μας έκοψε ψαρωτικά κάτω από το απαστράπτον γυαλί του. Δεν ήξερε τι να πει, δεν είχε πραγματικά κάτι να πει, όμως ήθελε οπωσδήποτε κάτι να πει κι έτσι βρήκε κάτι να πει.
«Είναι δικό σου το ποδήλατο;» ρώτησε τον Σοροφοτσίρχ με φωνή τερμινέητορ και τζάκετ δερμάτινο. Εμένα και το σαράβαλό μου μας αγνόησε.
Του απάντησε με ένα επίσης άχρωμο ναι.
Ο ένστολος όμως έψαχνε να πει κι άλλα. Έτσι έγραφε ρητά στο υπηρεσιακό του εγχειρίδιο.
«Σίγουραααα;» πρόσθεσε δείχνοντάς μας μια τέτοια ευφράδεια λόγου που αντάξιά της δεν είχαμε ξανασυναντήσει ούτε μια φορά στα εικοσιτέσσερα χρόνια των σπουδών μας, ούτε και στα πενήντα χρόνια που κάναμε στα καράβια.
Ο Σοροφοτσίρχ τον κοίταξε με απορία, μετά κοίταξε εμένα, δεν το πίστευε, μετά ξανά αυτόν, μα είναι δυνατόν, ξανά εμένα, μα τί τους ταΐζουνε, ξανά εκείνον και εν τέλει δέχτηκε να του απαντήσει.
«Όχι».
«Όχιιιιιιιιιιι;!». Κόντεψε να μας μείνει στα χέρια από τα συνταρακτικά αποτελέσματα της έρευνάς του. Τι συγκίνηση!
«Και ποιανού είναι, ρε;» ρώτησε ο βλάξ πιστεύοντας ότι βρισκότανε στα πρόθυρα της σύλληψης του νούμερο ένα εγκληματία της πόλης.
Εδώ είναι το καλό. Δυο απορίες είχανε σχηματιστεί στο μυαλό μας. Πρώτη. Εάν δεν ήτανε δικό μας το ποδήλατο, υπήρχε περίπτωση να του πούμε ποιανού είναι; Δεύτερη. Αν ήτανε όντως κλεμμένο, θα υπήρχε τρόπος να αποδειχτεί κάπως αυτό;
Του δώσαμε αυτό που ήθελε. Μια απάντηση.
«Δικό του είναι» είπε ο φίλος μου δείχνοντας εμένα.
«Κι αυτό εδώ είναι δικό του» πρόσθεσα για το κριαράκι στο οποίο ήμουνα καβάλα.
Για καλή μας τύχη δεν τόλμησε να ζητήσει τα χαρτιά των ποδηλάτων, την άδεια οδήγησής τους, την απόδειξη αγοράς τους, ούτε κάτι άλλο τέτοιο απίθανο. Έφυγε με την ικανοποίηση του σκληρά εργαζόμενου δημοσίου υπαλλήλου ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του.
Θυμήθηκα τα λόγια ενός πολύ καλού μου φίλου, που τύχαινε να είναι μπάτσος. Ψιθυριστά, σχεδόν συνωμοτικά, μου είχε εκμυστηρευτεί λίγες ημέρες πριν το εξής ωραίο.
«Που ‘σαι. Τώρα τελευταία που άρχισες να βγαίνεις με το ποδήλατο, να ‘χεις το νου σου στην αστυνομία, επειδή οι αναρχικοί μόνο βγαίνουνε με ποδήλατο και μπορεί να έχεις προβλήματα.

Χωριστήκαμε με τον Σοροφοτσίρχ. Αυτός πήγε για το σπίτι του. Τράβηξα για το νοσοκομείο Α.Π.Ε.Χ.Α., είχε επισκεπτήριο εκείνες τις ώρες.
Φορούσα τις φόρμες μου και τα αθλητικά μου παπούτσια, μετά θα πήγαινα να τρέξω στο γήπεδο. Έναν σάκο είχα μόνο στην πλάτη με ρούχα για να αλλάξω μετά. Κι ένα καπέλο για τον ήλιο. Όχι στην πλάτη, στο κεφάλι. Και το ποδήλατό μου. Όχι στο κεφάλι, πιο κάτω.
Αφίχθην στην είσοδο του προαύλιου χώρου του κτιρίου, κατέβηκα από το όχημα, έριξα μια γρήγορη ματιά για να βρω κάπου να το δέσω, σκέφτηκα μήπως το έβαζα μέσα στην αυλή για περισσότερη ασφάλεια, εντόπισα έναν θυρωρό-ασφαλίτη στην πύλη.
Εκείνος είχε ώρα που με κοιτούσε. Ένιωσα λίγο αμήχανα, ψάχτηκα μήπως με είχε κουτσουλήσει κανένα πουλί, μήπως είχε σκιστεί η φόρμα μου, μήπως μου είχανε κολλήσει κανένα χαρτάκι στην πλάτη. Δε βρήκα τίποτα το αξιοπερίεργο, επανέκτησα τη χαμένη αυτοπεποίθησή μου και τον πλησίασα όμορφα κι ωραία για να πάρω πληροφορίες για το επισκεπτήριο.
Αυτός εξακολουθούσε να με κόβει απ’ την κορφή ως τα νύχια. Δεν έδωσα σημασία και τον χαιρέτησα φιλικά.
«Καλησπέρα. Θα ήθελα να ρωτήσω που βρίσκεται η καρδιολογική πτέρυγα».
Θα μπορούσε να μου απαντήσει σε στυλ «τι εννοείς θα ήθελες, αφού μόλις ρώτησες», όμως μου απάντησε με μια εξίσου κουφή ερώτηση. Κουφή, την άκουσα όμως.
«Κι αυτό τι είναι;» είπε δείχνοντας αυτό που κρατούσα.
Έσκυψα το κεφάλι και τι να δω. Στα χέρια μου κρατούσα ένα ποδήλατο, που τύχαινε να είναι το δικό μου, αγωνιστικό ποδήλατο.
Τον ξανακοιτάω, λοιπόν. Ψυχραιμία.
«Ποδήλατο». Κακώς, έπρεπε να του έχω δώσει μια πιο ευφάνταστη απάντηση.
«Και που πας με αυτό;»
«Επίσκεψη σε έναν ασθενή στην καρδιολογική».
«Δεν μπορείς να περάσεις με αυτό» αγρίεψε.
«ΟΚ» συνέχισα ευγενικά. Δεν έπρεπε. «Θα το αφήσω έξω».
«Πού έξω;» συνέχισε και τότε άρχισε να με εκνευρίζει.
«Εκεί» του έδειξα κάπου μακριά.
«Τώρα, μπορείς να μου πεις σε παρακαλώ που βρίσκεται η καρδιολογική;»
«Κι αυτό τι είναι;» ξαναρώτησε δείχνοντας πάλι κάτι που κρατούσα στο χέρι.
Ρε, λες να κρατάω κάτι άλλο τόση ώρα και να μην το έχω πάρει χαμπάρι; Ξανακοιτάω λοιπόν κάτω προς τον δεξί μου καρπό και, προς μεγάλη μου έκπληξη εκεί βρισκότανε ακόμη ασφαλές το ποδήλατό μου. Πάλι καλά.
Δεν τον βοήθησα να καταλάβει τι στο καλό ήτανε αυτό το περίεργο σιδερικό που είχα, με τις δυο ρόδες, το κουδουνάκι και το στριφτό (κιχί) τιμόνι.
«Θα μου πεις επιτέλους πού είναι η καρδιολογική;» του είπα ελαφρώς πιο αγανακτισμένος.
«Και τί θέλεις να κάνεις στην καρδιολογική;»
«Έχει επισκεπτήριο τέτοια ώρα».
«Και με αυτό πού πάς;»
«Σου είπα, θα το αφήσω έξω!»
«Και τί είναι αυτό;».
Άντε πάλι.
Ο τύπος έπαθε κάτι σαν βραχυκύκλωμα. Άρχισαν να αναβοσβήνουν κάτι λαμπάκια στο κεφάλι του, δυο-τρεις σούστες πετάχτηκαν από το αυτί και τη μύτη του, τα μάτια του ανοιγόκλειναν σα χαλασμένα. Σύντομα άρχισε να καπνίζει από παντού και ήταν εμφανές ότι κάτι καιγόταν στο κεφάλι του.
Και πού πας με αυτό; Ποιανού είναι; Και τί είναι αυτό; Έξω; Και τί είναι αυτό; Καρδιολογική; Ποιός είσαι; Πού είσαι; Τι είναι αυτό; Πού πας; Γιατί φεύγεις; Γιατί είναι αυτό; Και πού πας με αυτό; Ποιός είσαι; Ποιος είμαι; Τί είσαι; Πού πας με αυτό; Ποιός…
Τα ότιναναι δεν είχανε τελειωμό. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα πως δε θα συνεννοούμασταν. Ο άνθρωπος φυσικά έκανε τη δουλειά του. Και δουλειά του ήτανε να κάνει αυτό που του είχανε πει κάποιοι να κάνει. Όχι να σκέφτεται. Δεν ήξερε να σκέφτεται. Δουλειά του ήτανε να εκνευρίζει τον κόσμο, να παρεμποδίζει την είσοδο σε οποιονδήποτε θα έκρινε εκείνος ένοχο, οποιονδήποτε κρατούσε κάτι ύποπτο στα χέρια, όπως ένα αγωνιστικό ποδήλατο.
Δίπλα μου πέρασε ένας μπόμπιρας με το ποδηλατάκι του. Βοηθητικές είχε ακόμη. Πάλι καλά που δεν του επιτέθηκε ο θυρωρός-ασφαλίτης. Ένας γιαπωνέζος (παντού βρίσκονται αυτοί), με μια φωτογραφική μηχανή στο χέρι έτσι για το ξεκάρφωμα, και με μια σπάθα σαμουράι κρυμμένη κάτω από την καμπαρντίνα του πέρασε κι αυτός απαρατήρητος. Επίσης, ένας ψυχοπαθής δολοφόνος πέρασε ανάμεσά μας ανενόχλητος και μπήκε κι αυτός στο νοσοκομείο. Δεν τον σταμάτησε κανείς.

Πέμπτη 19 Μαρτίου 2009

Το Καλύτερο Συγκρότημα Όλων των Εποχών!

Άνοιξη - Καλοκαίρι - Φθινόπωρο - Χειμώνα

Εντάξει, ας μην υπερβάλλουμε. Όσο υπάρχουνε ονόματα σαν κι αυτά των Tom Waits, Rory Gallagher, White Stripes, Pink Floyd, κάθε κουβέντα του στυλ «ο καλύτερος δίσκος» ή «το καλύτερο συγκρότημα» είναι καταδικασμένη να αυτοκαταστραφεί.
Σήμερα όμως, Πέμπτη 19 Μαρτίου του έτους 2009 μ.Χ., το συγκρότημα που θεωρώ ως το καλύτερο για να βάλω να παίξει στο σιντιπλέηερ είναι αυτό…
Info:

http://www.allmusic.com/cg/amg.dll?p=amg&sql=11:k9fwxqy5ldae


Downloads:

http://rapidshare.com/files/118665948/Firewater-Golden_Hour.rar

http://rapidshare.com/files/48924123/Firewater_-_The_Ponzi_Scheme.rar


ΧΑΡΑΛΑΜΠΑΜΠΗΣ, Ο ΦΛΟΥ

Μια ζωή δίχως κομπλεξαρίσματα...

Ο Χαράλαμπος είναι αυτός που είναι. Όπως πάντα. Κι έτσι ακριβώς εμφανίστηκε στην πλαζ.
Αν ανοίξεις το λεξικό στο ρίμα κομπλεξικός η σελίδα θα έχει μια ολόσωμη ντυμένη φωτογραφία του. Στο ρίμα αντικοινωνικός το ίδιο.
Όλα αυτά σύμφωνα με την άποψη του συνολικού πληθυσμού της γης. Ο ίδιος δε συμφωνεί φυσικά. Δεν είναι σνομπ, μας λέει, σνομπάρει όμως το κατεστημένο, τον καθωσπρεπισμό, τη ρουτίνα. Αγαπάει την πρωτοτυπία και τον αυθορμητισμό, ακόμη κι αν τρώει το κεφάλι του τις περισσότερες φορές. Έτσι του αρέσει να ζει, έτσι έμαθε, καλά κάνει και καλά να πάθει θα έλεγε κάποιος και δε θα έχει κι άδικο.

Εμφανίστηκε λοιπόν στην πλαζ. Απόγευμα. Είχε περάσει την ημέρα του βολτάροντας με το ποδήλατο. Καλά ήτανε. Μια παρέα τον περίμενε στο εστιατόριο-ταβέρνα, δίπλα από το θορυβώδες μπητσόμπαρο. Και λέω μια παρέα, γιατί η δική του παρέα ποτέ δε θα πήγαινε σε εστιατόριο παύλα ταβέρνα, και ποτέ δίπλα σε μπητσόμπαρο. Όμως τις τελευταίες ημέρες δεν είχε και πολλή παρέα, οι δικοί του είχανε φύγει για δουλειές στην Αθήνα κι έμεινε μόνος στο νησί, οπότε είπε να τους φορτωθεί στην πλάτη του και να τους ανεχτεί.
Ας το παίξει και λιγάκι πιο κοινωνικός για μια φορά, μπορεί να του κάνει και καλό.
Πέρασε δίπλα από το μπητ-σόμπαρο με την μπητ μουσικορύπανση, του ήρθε μια πρώτη αναγούλα, κοίταξε και τους πρησμένους από τα χάπια και τα γυμναστήρια τυπάδες, ανακατεύτηκε λιγάκι ακόμη. Η διάθεσή του επανήλθε γρήγορα, στράβωσε το καπελάκι του, τούρλωσε την κοιλίτσα του, περήφανος για τα βυτία μπύρας που είχε καταναλώσει στη ζωή του, και προχώρησε.
Βρήκε εύκολα το εστιατόριο-ταβέρνα, κι εντόπισε την κοπέλα που τον είχε προσκαλέσει. Ήτανε περιτριγυρισμένη από γνωστές και γνωστούς της. Ο Χαράλαμπος σκέφτηκε ότι δεν ήθελε τελικά να γίνει γνωστός τους ποτέ του, ήταν όμως ήδη αργά. Η φίλη του είχε σηκώσει το χέρι της και τον φώναζε.
«Μπάμπη! Εδώ».
Του την έδινε το Μπάμπης. Του την έδιναν τα υποκοριστικά. Δηλαδή άσχημο ήτανε το Χαράλαμπος; Και γιατί στο διάολο συνέχιζε να τον φωνάζει; Έπρεπε ντε και καλά να τους ακούσουνε όλοι; Αφού την είχε δει και πήγαινε προς τα κει.
«Μπάμπη! Μπάμπη!». Δεν έλεγε να σκάσει. Φαντάστηκε ένα πιάνο να πέφτει πάνω της από τον ουρανό.
Πήρε μια βαθιά, πολύ βαθιά ανάσα, και μέτρησε ως το δέκα.

Τα πάρτι-άνιμαλς τρώγανε. Στο τραπέζι είχανε πάνω από εφτά πιάτα με κασεροκροκέτες. Ανάμεσα σε τόσους άλλους νόστιμους μεζέδες, υπάρχει πάντα κάποιος που θα προτιμήσει τις κασεροκροκέτες. Το πολύ τέσσερα μπαλάκια τυρί, πνιγμένα και τηγανισμένα στο λάδι, σε ένα πιατάκι τόσο δα, που το χρυσοπληρώνεις κιόλα. Δεν αρμόζει τέτοια ποταπή συμπεριφορά απέναντι σε κάτι τόσο ιερό όπως το τυρί.
Ο Χαράλαμπος σκάναρε τους παρευρισκομένους. Δεν περίμενε και κάτι καλύτερο. Φορούσανε όλοι τους ματογυάλια. Αυτό θα μπορούσε να είναι φυσιολογικό μόνο αν όλοι τους είχανε μυωπία. Δεν είχανε όμως. Τα γυαλιά ήτανε ηλίου. Δεν μπορούσε να καταλάβει ποιός τον κοιτούσε και ποιος όχι. Μπορεί όλοι. Μπορεί και κανένας.
Ένας τρέντυ-μπόι σήκωσε το κεφάλι από τις κασερόβομβες και το έστρεψε προς τον ίδιο με απαράμιλλο θράσος. Φορούσε επίσης γυαλιά ηλίου. Έτρωγε με αυτά, μιλούσε με αυτά, σίγουρα θα πήδαγε και με αυτά. Δίνανε στυλ, βλέπεις.
Του συστήθηκε με τη σιγουριά κάποιου που τα έχει όλα στη ζωή. Το πρόσωπο της επιτυχίας. Δεν πουλούσε όμως. Τόλης. Ο τύπος έχανε διαρκώς έδαφος στα μάτια του Χαράλαμπου. Θα έχανε κι άλλο.
Του άπλωσε το χέρι για να κάνουνε χειραψία. Εδώ θα φαινότανε τι καπνό φουμάρει. Του το έσφιξε λες κι ήτανε αυγό. Ούτε καν με την παλάμη, αλλά με τα ακροδάχτυλά του. Ένα τεράστιο κόκκινο και ζωηρό ΧΙ ζωγραφίστηκε πάνω στη μάπα του Τόλη και από κει και στο εξής θα σταματήσει να υπάρχει στο τραπέζι.
Ο Χαράλαμπος παρήγγειλε μια παγωμένη Κάιζερ βαρελίσια, κάθισε σε μια γωνιά μαζί τους, αλλά μόνος του, και την ήπιε μονορούφι. Πέντε ευρώ. Παρήγγειλε άλλη μία. Δεν είχε καμιά όρεξη να κουτσομπολεύει μαζί τους, ούτε για τον ΜΠΑΟΚ, ούτε για τα προβλήματα των γάμων τους, ούτε και να αρχίσει τα σαχλά πειράγματα.

«Τι λέτε; Πάμε για κανένα ποτάκι μετά;» πετάχτηκε μια τσούπρα από τη γωνία και ο Χαράλαμπος ένιωσε σαν να καθότανε δεμένος με ζωνάρια σε μια καρέκλα, να έχει ένα βρεγμένο σφουγγάρι κι ένα μεταλλικό καπέλο στο κεφάλι και να τον χτυπάει ισχυρό ρεύμα.
«Ναι, πάμε για ποτάκι να τα σπάσουμε!» συμπλήρωσε η φίλης της και χειροτέρεψε την κατάσταση. Ρίγος. Έκφραση λάιφσταιλ που χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον από τον γυναικείο και γκέυ πληθυσμό για να προσδώσει έναν τόνο ξεφαντώματος σε αυτό που σίγουρα θα επακολουθήσει. Μα, να τα σπάσουμε στις οκτώ το απόγευμα; Αυτή είναι ώρα για λιώσιμο.
Πετάχτηκε κι ένας από την απέναντι γωνία, με λευκό αμάνικο για να φαίνονται οι χτισμένες ωμοπλάτες του και οι ξυρισμένες μασχάλες του, και πρότεινε να πάνε σε ένα συγκεκριμένο μαγαζί όπου θα βρίσκανε κι ένα φιλικό ζευγάρι.
Ο Χαράλαμπος άρπαξε τρελαμένος το κρίκερ και το κατέβασε κι αυτό μονορούφι. Άφησε το ποτήρι να σκάσει στο έδαφος και να γίνει χίλια κομμάτια.
Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα. Δεν υφίσταται. Αν το εν λόγω «φιλικό ζευγάρι» είναι π.χ. ο κολλητός σου, μάλλον δε θα πεις «θα βγούμε με ένα φιλικό ζευγάρι». Θα πεις: «Θα βγούμε με τον (Α)Θανάση(ο) και τη Ρούλα». Αυτό μάλιστα. Αντρίκιο. Φιλικό ζευγάρι είναι όταν βγαίνεις με κάποιους από υποχρέωση, από τη δουλειά, κάτι σαν γεύμα εργασίας, προδιαθέτει βαρεμάρα και πλήξη. Μπλιαχ.
Δεν τα είπε όλα αυτά ο Χαράλαμπος. Τα σκέφτηκε κι αυτό αρκούσε για να τον κάνει ακόμα πιο χάλια. Τί το ήθελε κι ήρθε μαζί τους. Δεν καθότανε μόνος του στην αμμουδιά να διαβάσει κάτι, να βουτήξει στη θάλασσα, να βουτήξει κανένα μπισκότο στον καφέ του ή να βουτήξει καμιά τουρίστρια;
Σκεφτότανε να την κάνει σιγά-σιγά, ώσπου…

«Μπάμπη, θα έρθεις;» ρώτησαν κι ο Χαραλα-μπάμπης δεν ήξερε τι να κάνει. Να πνίξει τα νεύρα του ή να πνίξει τους γύρω του.
«Δεν έχω όρεξη» είπε και τί το ήθελε.
Αρχίσανε τα γιατί, και τα έλα μη χαλάς την παρέα, μην είσαι ξενέρωτος, θα έχει ωραία μουσική, θα περάσουμε ωραία, έλα, κι άλλα τέτοια γλυκάνοστα που στόχο έχουνε να σε χώσουνε με το ζόρι σε ένα πάρτι-καταστροφή χωρίς επιστροφή.
Κάποιος πετάχτηκε ξανά.
«Τι μουσική ακούς, Μπάμπη;»
Κι εσένα τι σε νοιάζει ρε; Ποιος σε ρώτησε; Τί θες να σου πω τώρα; Ταμπέλες θέλεις; Άντε ρε, κάνε καμιά δουλειά. Μου αρέσει η μουσική που μου αρέσει. Του ‘ρθαν κι άλλα τέτοια αλλά υπερίσχυσε η λογική.
Πέταξε τελικά κάτι σκόρπια, κάτι για Μαντρουγκάντα, για Έλβις, για Μπάουι και για Τζούνιορ Κίμπροου. Τον τελευταίο τον έχωσε επίτηδες, έτσι.
«Δηλαδή είσαι ροκαααααάς;» πετάχτηκε η ίδια τσούπρα με πριν, η οποία μάλλον μόνον τον Έλβις γνώριζε, κι αυτόν από τα εξώφυλλα του Κατερίνα.
Ερώτηση που σπάει κόκαλα, και τα νεύρα σου μαζί.
«Όχι, είμαι μπλουζααααάς» της απάντησε ειρωνικά και κανείς δεν κατάλαβε τίποτα.
«Κι εσύ τί ακούς;» πέταξε ο Χαράλαμπος στην τσούπρα μόνο και μόνο για να πει κάτι. Ήξερε την απάντηση.
«Βασικά, λαϊκά». Η πρώτη κοτρόνα του ήρθε κατακούτελα. Και συνεχίζει.
«Από ροκ, Χατζηγιάννη». Τον ισοπέδωσε. Το κατάλαβε.
«Μου αρέσουνε όμως κι οι ροκ μπαλάντες». Δεν το έσωζε με τίποτα. Ροκ μπαλάντα, μια λέξη που πάει με όλα, κάτι σαν τη χτυπητή ρε αδερφέ.

Ο Χαράλαμπος ήτανε μια χαρά παιδί. Εκείνη την ημέρα έπαθε τον πρώτο του νευρικό κλονισμό. Τι την ήθελε την κοινωνικότητα; Δεν ήτανε γι’ αυτόν τέτοιες συγκινήσεις. Καλά ήτανε μόνος του, παρέα με τον εαυτό του.
Δε συνήλθε ποτέ, αν κι ήτανε σκληρό καρύδι σε κάτι τέτοια.
Ίσως να έφταιγε κι η ζέστη. Ίσως η χαλασμένη μπύρα. Ίσως η χαλασμένη παρέα. Όλα μαζί.
Πάντως το χάσαμε το παιδί. Έτσι επήγε, τζάμπα.
Για χρόνια τον βλέπουμε να τριγυρνάει στα σοκάκια του νησιού, στις αμμούδες και στα μπαράκια καβάλα σε ένα γαϊδουράκι. Δεν γκρινιάζει πλέον, δεν ενοχλείται με τίποτα. Τα αγνοεί όλα.
Αν πας να του μιλήσεις δε θα σου δώσει σημασία. Θα σε προσπεράσει σφυρίζοντας μια ξεθωσμένη ροκ μπαλάντα.

Τετάρτη 18 Μαρτίου 2009

ΟΙ ΑΕΡΟΠΕΙΡΑΤΕΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΗΣ

παππούς κι εγγονός ένοχοι μέχρι αποδείξεως του εναντίου

Ανεβήκαμε τα σκαλιά και μπήκαμε στο αεροσκάφος. Στην είσοδο μας υποδέχτηκαν τρεις χαμογελαστές λευκές οδοντοστοιχίες. Οι δυο πρώτες είχανε γύρω τους κι από μια κορνίζα κόκκινο κραγιόν. Η τρίτη ανήκε σε έναν κουστουμάτο με χρυσά κουμπιά που περνούσε άνετα για πιλότος. Ανταλλάξαμε καλημέρες και τους προσπεράσαμε.
Ρίξαμε μια τελευταία κλεφτή ματιά στα αποκόμματα από τις κάρτες επιβίβασης για να σιγουρευτούμε για το σωστό αριθμό της θέσης μας, παρ’ ότι τον είχαμε ήδη αποστηθίσει. Στρογγυλοκαθίσαμε τελικά στο βάθος του διαδρόμου, ένα βήμα πριν από την κουρτίνα με το συμπαθέστατο καροτσάκι με τα φαγιά.
Ρώτησα τον παππού αν ήτανε άνετο το κάθισμά του. Μου έγνεψε. Βούτηξα μια πορτοκαλάδα από το καροτσάκι και του την έδωσα. Δε μιλούσε, φαινότανε όμως πολύ χαρούμενος που ξανανέβαινε σε αερόπλανο. Πρώτη και τελευταία του φορά ήτανε πριν από καμιά πενηνταριά χρόνια, το μαύρο ’49. Πάν’ εκείνα, τώρα θα πετούσε με τις ασφαλείς Παναθηναϊκές Αερογραμμές. Γελούσαν και τ’ αυτιά του. Ήπιε μια γουλιά από την πορτοκαλάδα και έψαξε τριγύρω και για κανένα πατατάκι.
Πέρασε κάμποση ώρα μέχρι να φέρουν και τους τελευταίους καθυστερημένους, να τους αδειάσουνε στις κενές θέσεις και να σφραγίσουν επιτέλους την είσοδο.
Αμέσως πήρε το μικρόφωνο εκείνος ο κουστουμάτος κύριος με τα χρυσά κουμπιά που έμοιαζε με πιλότο, συστήθηκε ως «ο κυβερνήτης μας» και μας ζήτησε ευγενικά να βγάλουμε όλοι το σκασμό. Εν συνεχεία ξαμόλησε δυο-τρεις κραγιονιοφόρες υπηρέτριες για να μας δέσουνε στις θέσεις μας, μην τυχόν και κάποιος αποπειραθεί να το σκάσει. Μας αφαιρέσανε όλα μας τα προσωπικά αντικείμενα και τα κρύψανε στα ντουλαπάκια τους. Ισιώσανε και όλα τα καθίσματα μήπως και αποκοιμηθεί κανείς κατά την ώρα του μαθήματος. Ένιωθα ότι μας είχανε βάλει τιμωρία.
Ακολούθησε σύντομο μάθημα αντιμετώπισης κρίσης πανικού, σε περίπτωση που μας ενημέρωναν ότι μας τελείωσαν τα καύσιμα.
Τελείωσε το μάθημα κι όλοι προσευχηθήκαμε να μη χρειαστεί να δώσουμε εκείνη τη μέρα εξετάσεις.
Πολύ όμορφα. Ήμασταν έτοιμοι να αφήσουμε το έδαφος.
Οι αεροϋπηρέτριες έτρεχαν πάνω-κάτω για τις τελευταίες ετοιμασίες, ο κουστουμάτος με τα κουμπιά χάθηκε από τα μάτια μας γιατί είχε δουλειά, έβαλε μπρος τη μίζα, οι τουρμπίνες τέθηκαν σε λειτουργία κι όλα έδειχναν φυσιολογικά.

Κι ενώ όλοι μας περιμέναμε να πιάσουμε τον ανήφορο, το σκάφος σιώπησε ξαφνικά, οι υπηρέτριες πετάχτηκαν από τις θέσεις τους σα σούστες, ο δε πιλότος άνοιξε την πόρτα και βγήκε τρέχοντας έξω. Έξω από το σκάφος.
Κοιταχτήκαμε μεταξύ μας με απορία. Κανείς δεν καταλάβαινε το παραμικρό.
Μείναμε άλλα δέκα λεπτά έτσι. Απορημένοι.

Δέκα λεπτά μετά και τότε ξανάνοιξε η εξώπορτα κι άρχισε πάλι η δράση. Εμφανίστηκε πρώτα ο πιλότος, κι από πίσω του ένας ακόμη υπεύθυνος του αεροδρομίου, δυο νέες αεροϋπηρέτριες, δυο σεκιουριτάνθρωποι, τέσσερις νταγλαράδες των Ειδικών Δυνάμεων του αεροδρομίου, ένας άσχετος της Δημοτικής Αστυνομίας, ένας της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, τρία σκυλιά, τέσσερις μύγες, ένας παπάς κι ένας και μοναδικός του Εφντιάι.
Μπήκανε φουριόζοι, τρέχανε κατά μήκος του διαδρόμου, φοβηθήκαμε για τα χειρότερα, τους κοιτάξαμε, αυτοί δεν κοιτούσανε κανέναν παρά μόνο τρέχανε κατά μήκος του διαδρόμου και πλησίαζαν προς το τέλος του, όπου καθόμασταν μόνο εμείς οι δυο.
Προσπέρασαν προς έκπληξη όλων έναν μουσουλμάνο που έκοβε από το άγχος του τα νύχια του με τα δόντια. Δυο Αλβανούς που έψαχναν αγχωμένοι τα χαρτιά τους για να αποδείξουν την αθωότητά τους. Έναν κύριο με γραβάτα, μουστάκι και χαρτοφύλακα που έκανε τικ-τακ - ο χαρτοφύλακας έκανε τικ-τακ, λόγω του ωρολογιακού μηχανισμού του ξυπνητηριού. Ένα πανκ ζευγάρι εικοσάρηδων που έκαναν τους κοιμισμένους. Δυο εβραίους ραβίνους παπάδες. Έναν νεαρό ποδηλάτη. Μια ινδιάνα μαμά χωρίς το τόξο της με το κινεζάκι μωρό της. Δυο ακόμη νέγρους, χωρίς αντιγραμμένα σιντί και ντιβιντί στα χέρια. Κι ένα σωρό άλλους τέτοιους.
Δε σταμάτησαν όμως μπροστά σε κανέναν από αυτούς τους «ύποπτους» φιλήσυχους πολίτες. Οι εντολές ήτανε άλλες.
Έφτασαν σε μας. Το κουαρτέτο των Ειδικών Δυνάμεων εμφάνισε κάτω από τις μασχάλες του τα αυτόματα πολυβόλα όπλα και τα κόλλησε λίγο πάνω από το αυτί μας
Οι σεκιουρητάνθρωποι μας γράπωσαν σφιχτά από το λαιμό μήπως και κάνουμε καμιά παλαβομάρα.
Οι δυο αεροϋπηρετριούλες μας προσέφεραν από ένα ποτήρι περιέ γιατί ίσως και να ήτανε το τελευταίο μας.
Ο παπάς περίμενε καρτερικά να μας διαβάσει.
Τα σκυλιά παίζανε με τις μύγες.
Ο της Δημοτικής Αστυνομίας, ως συνήθως, δεν έκανε απολύτως τίποτα.
Ο της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης γκρίνιαζε για την ανοχή της κυβέρνησης στα τρομοκρατικά χτυπήματα.
Ο πιλότος μας έδειχνε με το δάχτυλό του κι έλεγε «αυτοί είναι».
Ο υπεύθυνος του αεροδρομίου κουνούσε το κεφάλι πάνω κάτω κρατώντας ένα μάτσο χαρτιά και συμφωνούσε Αυτοίαυτοίαυτοίαυτοί!
Ο Εφντιάι απλά παραμέρισε τους υπόλοιπους και πλησίασε με ύφος ψύχραιμο. Με αυτό το παχύ μουστάκι μου θύμιζε φώκια. Κάπνιζε μια πίπα. Απαγορεύεται στο αεροπλάνο, αλλά αυτός δε μασούσε από τέτοια αφού ήτανε ο σκληροτράχηλος Εφντιάι. Η μπεζ καπαρντίνα του ανέμιζε, παρ’ ότι μέσα στο αεροπλάνο δε φύσαγε, μόνο και μόνο για να προσδώσει στη στιγμή ένα χρώμα πιο δραματικό και λίγο νουάρ. Φορούσε καπελάκι ντεντεκτιβίστικο, έξυνε το μούσι του και μας περιεργαζόταν.
Σα να είχε σκοτεινιάσει μέσα στο αεροπλάνο.
«Πως λέγεστε, κύριε;» ρώτησε τον παππού.
«Σωτήρης Τουκής. Του Μνησικλέως».
«Κι εσύ» ρώτησε κι εμένα λες κι ήμουν ένα τίποτα.
Του είπα μια από τα ίδια.
«Ε… Σωτήρης Τουκής…. του… Μνησικλέως»
Σιωπή. Ζήτησε ταυτότητες και του τις δώσαμε. Κι άλλη σιωπή, χειρότερη. Ο Εφντιάι έβγαλε το καπελάκι του για να ξύσει γραφικά την καράφλα του.
«Και… τον κύριο, τον γνωρίζεις;» ρώτησε δείχνοντας τον παππού.
«Ναι. Παππούς μου είναι».
Εκείνη τη στιγμή πρέπει να τους έκανα να νιώσουνε τελείως ηλίθιοι.
Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Οι κάνες των όπλων κατέβηκαν. Ο Εφντιάι κάπνιζε από το κακό του και πνίγηκε στον καπνό του και κατάπιε τον πνιγμό του.
Είχε ρεζιλευτεί για τα καλά. Είχε κάνει τόσο δρόμο, ταξίδευε όλο το βράδυ με το προσωπικό τζετ του πρωθυπουργού από την μακρινή Αφρική. Είχε πληροφορίες ότι ο πιο διάσημος επικηρυγμένος τρομοκράτης της υφηλίου θα ήτανε επιβιβασμένος σε αυτήν την πτήση. Είχε μάλιστα κλείσει και δυο εισιτήρια με το ίδιο όνομα. Κάτι πολύ σκοτεινό πρέπει να σκάρωνε. Αυτή ήτανε η ευκαιρία του να τον πιάσει και να γίνει με τη σειρά του διάσημος.
Τα είχε κάνει, όμως, θάλασσα. Ρεζιλίκι σκέτο.
«Δύο διαφορετικοί είναι, τελικά» μουρμούρισε, έριξε μια υπερηχητική σφαλιάρα στον υπεύθυνο του αεροδρομίου που στέκονταν δίπλα του, έσπρωξε τους ένστολους με τα αυτόματα και αποβιβάστηκε από το αεροπλάνο όλος ντροπή.

Τρίτη 17 Μαρτίου 2009

ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΓΡΑΜΜΑ ΑΠ' ΤΗΝ ΑΛΑΣΚΑ

απάντηση στους προβληματισούς του δρος Σόροφ Οτσίρχ

Σύμφωνα με τον γνωστό και μη εξαιρετέο Τίοντορ Κλαούγιεβιτς, τον συμπαθή και απόμακρο αυτόν νέο-σοφιστή του 19ου αιώνα, δεν υφίσταται τόσο περίπλοκη ζωή όπως την αντιλαμβάνεται ο μέσος κάτοικος αυτού του πλανήτη.
Στο σύγγραμμά του με τίτλο "Μη μου τον ύπνον τάραττε", κατακλείδα της σημαντικής εκείνης έρευνας που είχε εκπονήσει για την ανθρώπινη αντίδραση στο άγχος (κάπου στα 1860 μ.Χ.) αναφέρθηκε στη ζωή που κάνουμε και στους πειρασμούς που μας παρουσιάζονται. Δεν υπάρχει λάθος επιλογή, έλεγε, υπάρχει μόνο λάθος σκέψη.
Οι επιλογές βέβαια πηγάζουν από τη σκέψη, όμως η απάντηση του Κλαούγιεβιτς στην άποψη αυτή, που την ενστερνιζότανε και ο μεγάλος του αντίπαλος αλλά και αρκετά νεότερός του, ο ψυχολόγος-συγγραφέας Χάρολντ Κίμπερλεϋ , δεν άφηνε αμφιβολίες. "Μην σκέφτεστε τόσο" απάντησε και το πλήθος ζητωκραύγαζε, ενώ το αμφιθέατρο του Λιντς κόντευε να πάρει φωτιά.
Δεν ξαναέβγαλε λόγο, δεν ξαναμίλησε στους φοιτητές καμίας αυστριακής πόλης, ούτε και έγραψε ξανά κάποιο βιβλίο. Αποσύρθηκε με χαμηλούς τόνους και έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του κάπου στην Αλάσκα.
Ένα τελευταίο του γράμμα έφτασε στα χέρια του Κίμπερλεϋ μια μέρα πριν αφήσει για πάντα τα εγκόσμια. Με λίγα λόγια έλεγε πως στη φιλόξενη Αλάσκα βρήκε την ηρεμία του, πολύ κρύο και το μυαλό υπολειτουργούσε. "Μην σκέφτεσαι τόσο πολύ, αγαπητέ" ζήτησε από τον νεαρό Χάρολντ, "υπάρχει τόσος κόσμος εκεί έξω που έχει όντως σκοτούρες και άγχη, όπως υπάρχει και πολύς ακόμη κόσμος, όπως εσύ κι εγώ, που μάλλον δεν τα έχουμε ανάγκη αυτά τα πράγματα. Μην σκέφτεστε, λοιπόν, τόσο."
Το σώμα του δεν βρέθηκε ποτέ.

Για περισσότερα στο διαδίκτυο, όλο και σε κάποια σελίδα θα υπάρχουνε στοιχεία για τον Τίο Κλαούγιεβιτς και τη Σέχτα της Ψυχής.

ΚΡΙΣΗ ΗΛΙΚΙΑΣ, ΚΡΙΣΙΜΗ ΗΛΙΚΙΑ, ΚΡΙΣΗ-ΜΑΛΑΚΙΑΣ

...κι άσε τους άλλους να κουρεύονται

Τα Συνπληντριάντα. Τα πρώτα άντα. Μια φορά, ανεπιστρεπτί, και για πάντα.
Η κόλαση της νεολαίας. Μια ηλικία σημαδούρα για τους Πάνω.
Έχεις τελειώσει με τις όμορφες και βασανιστικές σπουδές σου, έχεις κάνει και φανταράκι, έχεις μόλις ξεκινήσει την αναζήτηση του χαμένου δισκοπότηρου που λέγεται επαγγελματική αποκατάσταση. Δε γκρικ Ντριμ. Έχεις τόσα πτυχία στην τσέπη μαζί με μασημένες μπιγκμπάμπολ, άλλες τόσες ξένες γλώσσες κάτω από το μαξιλάρι, έντυπα-βεβαιώσεις που δε σε διαβεβαιώνουν για τίποτα. Αρχίζει το τρελό άγχος, σου πέφτουν τα μαλλιά, έσπασε το πρόσωπό σου, βγάζεις σπυριά και το ρίχνεις στο φαΐ γιατί δε σου έχει απομείνει και καμιά άλλη απόλαυση στη ζωή.
Οι σχέσεις σου με τους υπόλοιπους συνανθρώπους σου περιορίζονται σε έναν αγχωτικό φιλικό καφέ ή σε μακρόσυρτες συζητήσεις γύρω από «δουλειές». Δουλειές. Επιχειρηματικότητα για νέους. Ο χαρτοφύλακας, το κουστούμι, το γυαλί και το σκαρπίνι, με άτομα που τα έχεις ανάγκη για να βγάλεις πολύ και εύκολο χρήμα. «Οι καλές δουλειές κάνουν τους καλούς φίλους» είπε κάποιος, κάπου, κάποτε, και καθάρισε με σαρανταπεντάρι τη φιλία.
Δεν είσαι ποτέ ικανοποιημένος. Όσα κι αν βγάζεις, πάντα θα θέλεις όλο και περισσότερα. Τα χρειάζεσαι, βλέπεις. Πώς θα αποκτήσεις γρηγορότερη κούρσα; Μοτοσικλέτα; Σπίτι με θέα, άπλα, στο καλύτερο σημείο της πόλης και να μην του λείπει το παραμικρό; Εξοχικό; Σκάφος; Πώς θα γλεντάς οκτώ φορές τη βδομάδα; Πώς θα γυρίζεις τον κόσμο για ογδόντα χρόνια; Πώς θα αγοράζεις τόνους ρούχα και αξεσουάρ; Ε; Πώς;
Δε σου φτάνουν λοιπόν, θέλεις κι άλλα. Σε κάνανε να θέλεις κι άλλα. Δεν έμαθες ποτέ με τα λίγα. Ίσως ούτε κι από το σπίτι, σίγουρα όμως ούτε κι από την τιβή. Τα κωλόπαιδα του Μπέβερλι Χιλς και τα χτυποκάρδια τους, βλέπεις.
Η πίεση από τους Πάνω δε λέει να ξεφουσκώσει. Οι Πάνω έχουνε κάνει τα δικά τους σχέδια για σένα. Αποκατάσταση. Να σε αποκαταστήσουν. Αυτό είναι το σχέδιο. Τι κι αν εσύ έχεις άλλα πράγματα που κολυμπούν στο μυαλό σου, ως νέος ακόμη, σήμερα. Ο κανόνας λέει Δουλειά - Γυναίκα - Σπίτι - Παιδιά. Αυστηρώς με αυτήν τη σειρά. Τις πάπιες ταΐσαμε.
Οπότε κι εσένα τι σου μένει μέσα σ’ όλα αυτά να κάνεις;
Άγχος.

Τρέχεις, τρέχεις, τρέχεις. Πού θες να φτάσεις;
Πάρε μιαν ανάσα και χαμογέλα.
Είμαστε στην καλύτερη περίοδο της ζωής μας. Ας μην το ξεχνάμε αυτό. Κάνουμε αυτό που μας αρέσει. Ξεκινάμε από αυτό. Για πρώτη φορά βγάζουμε τα δικά μας χρήματα, πολλά ή λίγα δεν έχει σημασία. Είναι όμως όλα δικά μας. Μια περίοδος που δεν έχουμε άλλους να κουβαλάμε στην πλάτη σου. Παιδιά δεν έχουμε, σκυλιά έχω αποφασίσει να μην αποκτήσω ποτέ, οι γονείς μας δεν είναι ακόμη τόσο γέροι ώστε να μας χρειάζονται δίπλα τους συνέχεια. Κι είμαστε νέοι ακόμη, ότι κι αν μας λένε οι Πάνω.
Δεν έχουμε ανοίξει, ακόμη τουλάχιστον, επιχείρηση με το βαρύγδουπο όνομά μας, με όλους τους πονοκεφάλους που αυτό συνεπάγεται. Γιατί έτσι είναι, εξαγοράζεις ένα ταξίδι στο Ματσουπίτσου με αντάλλαγμα μια ντουζίνα πονοκεφάλους το μήνα. Δεν ξέρω αν το νόημα βρίσκεται στις ασπιρίνες.

Όχι, σίγουρα δε θέλω να τρέχω στα Ντουμπάγια. Δε θέλω να δουλεύω δεκατεσσεράμησι ώρες κι εφτά ημέρες, για να χουφτώνομαι τόσες χιλιάδες ευρώ, δε μου κάνει. Δε θέλω να μιζεριάσω. Γιατί αυτό θα πάθω. Δε θέλω να γίνω σκλάβος πολυτελείας. Καλά είμαι, δουλειά έχω, την έμαθα καλά και δικτυώθηκα. Καφέ πίνω και χαζεύω (σ)τη θάλασσα. Αυτοί είναι οι ρυθμοί της χώρας μας. Γι’ αυτό όμως είναι έτσι τα πράγματα εδώ. Σαπίλα κι ομορφιά μαζί. Ο καθένας ότι βλέπει. Ζω μόνο με τα όμορφα. Πειράζει;
Συγνώμη, αλλά είμαι καλά.
Ούτε και αδιαφορώ όμως για τη σαπίλα. Είμαι κάπως αισιόδοξος. Οι πενηνταφεύγα δεν είναι σαν κι εμάς. Δεν ταξίδεψαν τόσο, δεν είδαν τόσα. Δε νοιάστηκαν τόσο. Εμείς, οι Συνπληντριάντα, γυρίσαμε με φρέσκες ιδέες, με δίψα για το πράσινο και για άλλα χρώματα. Μόλις τώρα αρχίζουνε και γίνονται ωραία πράγματα. Κι είμαστε κι εμείς μέρος τους.
Και όχι, δε συμβιβάζομαι, αν έτσι σου φαίνεται. Μου αρέσει αυτό που έχω. Τα ζύγισα και διάλεξα. Εδώ και έτσι θέλω να ζήσω. Με τους φίλους μου, τους συγγενείς μου, τους ανθρώπους μου. Έχω κι εγώ τις φιλοδοξίες μου, τις δικές μου. Μη με κατηγορείτε όλοι εσείς που κάνετε άλλα, μεγάλα ίσως, όνειρα. Οι γονείς μας είχανε πολύ διαφορετικά, και ίσως μικρότερα, όνειρα και δες τι πολλά που καταφέρανε. Κάθε μέρα όμως κι από ένα βήμα. Και κάπου φτάσανε. Σάμπως δεν ήτανε συνέχεια ευτυχισμένοι; Ξέρανε τι θέλανε. Δεν τα θέλανε όλα. Κι όχι με τη μία. Ζούσανε με αυτά που είχανε. Ευτυχισμένοι. Με τα λίγα.

Δυστυχής; Μόνο αν μείνεις μόνος. Μη.
Θα παραμείνω ευτυχισμένος. Και νέος. Και χωρίς το άγχος να με τρώει. Μόνο αγάπη χρειάζεται και γι’ αυτήν κανείς πούστης δεν πρόκειται να μου ζητήσει χρήμα ή δόξα.

Δευτέρα 16 Μαρτίου 2009

ΔΩΔΕΚΑ ΠΡΑΣΙΝΑ ΑΝΘΡΩΠΑΚΙΑ

μπαίνουνε στο χορό...

Φτάσαμε Κυριακή. Πρωί. Με το τρένο. Κοντά μια ντουζίνα πράσινα ανθρωπάκια. Παραμεθόριος. Πρώτη μετάθεση. Σχεδόν αρχές καλοκαιριού όμως κάτι μου έλεγε πως ένας δύσκολος χειμώνας μόλις ξεκίναγε.
Όταν πριν από δυο βδομάδες βγήκανε οι μεταθέσεις άρχισε να χτυπάει το καμπανάκι για εμάς. Τα χειρότερα μας περίμεναν εκεί που θα πηγαίναμε. Στο Τάγμα στους Σφενδόνες της Βορείου Ελλάδας. Πολλοί είχανε πάει εκεί, λίγοι όμως είχανε επιστρέψει για να διηγηθούν τι έζησαν. Κάποιοι από αυτούς τους ρωμαλέους ήρωες βρέθηκαν στο Κέντρο μαζί μας και μας τα μαρτύρησαν όλα. Και πάνω απ’ όλα για τον φοβερό και τρομερό διοικητή του τάγματος, τον γνωστό και μη εξαιρετέο Καίτη!
Οι τρομακτικές φήμες για τη ζωή και το έργο του εκεί ερχόντουσαν σε αντίθεση με το γυναικείο επώνυμό του και, ομολογώ πως αυτό μου δημιουργούσε πανικό. Το ζουμί όμως βρισκότανε στις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες. Τί για τιμωρίες και πολλά ΦΙ μας έλεγαν, τί για προβλεπέ και επιθεωρήσεις, τί για ασκήσεις, σκηνάκια και πορείες, τί για φωνές και για δύσκολες υπηρεσίες. Τί για κάμψεις, τί για οπλοασκήσεις, τί για τσάμικα στην αναφορά, τί για επιθεώρηση καθαρού εσώρουχου. Όλοι εκεί χορεύανε στους ρυθμούς του Δίκα.
Οι βετεράνοι γελούσανε. Φυσικά. Είχανε πάει ταξίδι στην Κόλαση και επέστρεψαν. Πώς να μη γελάνε. Εμάς τους άμοιρους όμως κανείς δε μας λογάριαζε.

Το ότι μπήκαμε Κυριακή μας καθησύχαζε κάπως. Η καναδέζα πέρασε την πύλη και εισχωρήσαμε βαθιά μέσα στο άντρο του Καίτη. Πηδήσαμε έξω από το σαράβαλο και βρήκαμε έναν παλιό να μας περιμένει με ανυπομονησία.
Παλιός, ο. Ένας όρος στο στρατό που σου φέρνει δέος.
Χμ, ώστε έτσι μοιάζει ένας παλιός. Πρώτη μας φορά βλέπαμε έναν. Τον περιεργαστήκαμε με την άκρη των ματιών μας. Τον μυρίσαμε διακριτικά, τον αγγίξαμε ανεπαίσθητα. Μετά από δυο λεπτά βγάλαμε το συμπέρασμά μας. Δεν έδειχνε και τόσο τρομακτικός. Μετά από άλλα δυο λεπτά βγάλαμε πιο καθαρό συμπέρασμα. Μας κοιτούσε σαν φοβισμένος. Ήτανε φοβισμένος. Από κάτι. Μας ανησύχησε κάπως αυτό.
Μιλούσε ψιθυριστά. Δεν έλεγε πολλά. Κοιτούσε μια εμάς και μια τριγύρω. Αρχίσαμε κι εμείς να κοιτάμε τριγύρω ψάχνοντας για τον οχτρό. Τα μάτια του ανέκφραστα. Λιγάκι χλωμός. Αδύνατος και αδύναμος. Αχαμόγελος. Κοιταχτήκαμε με περιέργεια.
Μας μάζεψε και μας οδήγησε βιαστικά στους λόχους. Εκεί μας περίμενε άλλη μια χούφτα παλιοί. Όλοι τους χλωμοί και ταλαιπωρημένοι. Κανείς τους δεν περπάταγε, όλοι τους σερνόντουσαν. Μας πλησίασαν με κινήσεις γυμνοσάλιαγκα. Δεν έδειχναν διόλου απειλητικοί. Νιώθαμε σαν γκρουπ αμερικανοί τουρίστες περιτριγυρισμένοι από αποχαυνωμένους κι άκακους ιθαγενείς στη ζούγκλα του Αμαζονίου.
Μπορεί και να ήτανε κάπως έτσι.

Ένας ταλαίπωρος παλιός μάζεψε όση δύναμη του είχε απομείνει, μας κοίταξε με σοβαρότητα και είπε με τρεμάμενη φωνή:
«Ο Καίτης. Είναι εδώ».
Δυο Πομάκοι παλιοί έβγαλαν ένα υπόκωφο ωχαμαναμάν.
Έτσι εξηγούνται όλα. Είχε έρθει το σκυλί κυριακάτικα στο στρατόπεδο για να μας υποδεχτεί. Θα περνούσαμε από αιφνιδιαστική συνέντευξη. Μας περίμενε στο διοικητήριο. Ακόμη δεν είχαμε πατήσει το πόδι μας στο στρατόπεδο και θα αρχίζαμε τα τσάμικα.
Δεν υπήρχε χρόνος για χάσιμο. Γρήγορα. Οι φιλήσυχοι και αρκούντως φιλόξενοι παλιοί μας είπανε τα πάντα, όσο εμείς μπαίναμε για άλλη μια φορά στις πράσινες σκλαβοστολές μας. Πώς να χαιρετήσουμε, τι μπορεί να μας ρώταγε, πως θα έπρεπε να απαντήσουμε, με τι ρυθμό του αρέσει να αναπνέουμε ή κάθε πότε να ανοιγοκλείνουμε τα μάτια μας, τί το ένα, πώς το άλλο… Αν λέγαμε κάτι λάθος θα μας έβαζε τις φωνές, μπορεί να τρώγαμε κι από κανένα καλοψημένο ΦΙ.
Κι αν, για κακή μας τύχη, είχε ξυπνήσει από ένα άσχημο σαββατόβραδο, μπορεί και να μας έτρωγε όλους για πρωινό.

Ντυθήκαμε πανικόβλητοι, μπήκαμε στη σειρά, ένας παλιός χρίστηκε επικεφαλής και μας οδήγησε με βήμα στο λημέρι του Δίκα. Μας πάρκαρε έξω από το γραφείο του κατά μήκος του διαδρόμου, οι μισοί δεξιά, οι άλλοι μισοί αριστερά. Έπειτα άνοιξε την πόρτα με τη λέξη ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ γραμμένη επάνω, την έκλεισε και άρχισε τα γκαπαγκούπα κλπ του τυπικού στρατιωτικού χαιρετισμού. Είπε κάτι, άκουσε κάτι, ξανάριξε μια σειρά γκουπαγκάπα, του αποχαιρετισμού, βγήκε, έκλεισε την πόρτα πίσω του και απομακρύνθηκε κατάχλωμος και φρεσκοϊδρωμένος. Μόνο μια ματιά είχε προλάβει να μας ρίξει σιγομουρμουρίζοντας:
«Έρχεται. Φυλαχτείτε!».
Ξεροκατάπια. Μερικά ίδια γλουπ ακούστηκαν κι από τους υπόλοιπους. Παράλληλα ξεκίνησαν να παίζουν τρία κουαρτέτα κρουστών με όργανα τους κτύπους της καρδιά από μια ντουζίνα πράσινα ανθρωπάκια. Είχανε σπάσει και οι τελευταίοι των πιο ψύχραιμων.
Πέρασαν πέντε λεπτά. Τίποτα. Ησυχία.
Πέρασαν άλλα πέντε λεπτά. Τίποτα. Ησυχία.
Πέντε ακόμη. Τίποτα. Ησυχία.
Η θέση μας χειροτέρευε. Αυτή η αναμονή! Σε κάνει κομμάτια. Τα είχαμε γεμίσει τα παντελόνια. Άλλος κροτάλιζε τα δόντια του, άλλος κοιτούσε προς τα κάτω τα γόνατά του να χορεύουν, άλλος προς τα πάνω και προσευχόταν, άλλος ήτανε έτοιμος να βάλει τα κλάματα, άλλος μούσκεμα στον ιδρώτα, άλλος χλωμός, άλλος ήδη πεθαμένος. Είχα σχηματίσει μια εικόνα του θηρίου στο μυαλό μου και προσπαθούσα να μετρήσω πόσα κεφάλια είχε.

Και τότε η πόρτα άνοιξε, απότομα, και λίγο μετά έκανε τη θριαμβευτική εμφάνισή του. Το «λίγο μετά» ήταν επιμελώς σκηνοθετημένο. Αρχίσαμε τα γκαπαγκούπα. Σείστηκε το κτίριο, εκείνος όχι. Έπειτα πατήσαμε το pause, έχοντας από ένα μπαστούνι αλφαδιά στον οισοφάγο μας. Πέρασε με αργό βηματισμό από μπροστά μας, στρέφοντας διαρκώς το κεφάλι δεξιά-αριστερά. Τα χέρια πίσω από την πλάτη σαν καραβανάς στρατιωτικός. Σαν. Φορούσε μπλουτζίν και πουλοβεράκι. Μας κάρφωσε όλους στον τοίχο χρησιμοποιώντας για μπετονόκαρφα το βλέμμα του και για σφυρί ένα σφυρί. Ήτανε λες κι αμφέβαλε για το αν ήμασταν άνθρωποι, αμοιβάδες ή κάτι άλλο.
Βλέμμα βλοσυρό. Το ένα του μάτι πιο ανοιχτό από το άλλο. Έδειχνε τρελός. Έμοιαζε και λίγο με αντικοινωνικό χασάπη που κόβει σπάλα και δεν έχει και πολλά κέφια να σε εξυπηρετήσει. Τα μαλλιά του ημιχτενισμένα - ημιανάκατα. Ο λαιμός εκτεταμένος μπροστά, όσο δεν πάει άλλο, για να μπορεί να μας παρατηρεί καλύτερα. Δεν έβγαλε κουβέντα. Μας παρατηρούσε όμως καλά. Τα χείλη του και τα δόντια του τόσο σφιχτά που έλεγες θα σπάσουν. Το στόμα του στραβωμένο, τα φρύδια πυκνά και στραβωμένα. Έδειχνε γενικά στραβωμένος. Πώς να μη είναι άλλωστε, αφού εξαιτίας μας είχε χάσει το κυριακάτικο πρωινό του.
Αφού τελείωσε με το κάρφωμα χάθηκε στο βάθος του διαδρόμου σε μια μικρή πορτούλα. WC την έλεγαν.
Ξεφύγανε κάποια ουφ.
Η πόρτα WC θα άνοιγε ξανά σε λίγο, όχι για να βγει έξω το θηρίο, αλλά για να εκσφενδονίσει ένα μπουκαλάκι νερό ΑΥΡΑ, μαζί με μια σειρά από εύηχες βρισιές για κάποιον παλιό. Οι βρισιές περάσανε ξυστά από τα πρόσωπά μας, δε σκαλώσανε ευτυχώς σε κανένα αξύριστο μάγουλο, και πήγαν και καρφώθηκαν στην άλλη άκρη του διαδρόμου, σε ένα δωματιάκι από το οποίο βγήκε σα βρεγμένη γάτα ο παλιός. Ο καφετζής του διοικητηρίου. Το ΑΥΡΑ έσκασε στο πόδι μου, έσκυψα να το σηκώσω, άκουσα μια σειρά από αργκχ, μη, γκρμφφφαρχχχχ, γιαργκχμφ, όχι εσύ ρεγκρρρρρρρ, έφτασε τρέχοντας ο καφετζής, έσκυψε, το πήρε και το σήκωσε. Πριν τον πάρει και τον σηκώσει.
Βάρεσε μια προσοχή, άκουσε μερικές χριστοπαναγίες με προσοχή και έφυγε τρέχοντας για κάπου μακριά.
Ο Δίκας είχε ούτως ή άλλως νεύρα. Όμως τώρα ο ηλίθιος ο καφετζής τα είχε κάνει μούσκεμα. Κοιτάξαμε λοξά όλοι τον Δίκα.
Ξαναπέρασε από μπροστά μας χωρίς να μας ρίξει ούτε μια ματιά, χώθηκε μέσα στο γραφείο του και γκάριξε ένα «να περάσει ο πρώτος» και ο πρώτος για το εκτελεστικό απόσπασμα χαιρέτησε για στερνή φορά φίλους κι αδερφούς, μπήκε στη φωλιά του θηρίου με ψηλά το κεφάλι και έκλεισε την πόρτα πίσω του.
Ήμουν αυτός. Ο πρώτος.

Παρασκευή 13 Μαρτίου 2009

ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ, ΗΡΘΑΝΕ!

...και δεν έχουνε να πάνε πουθενά


Προχτές περπατώντας σε ένα δρομάκι της πόλης αντιλήφθηκα κάτι ωραίο. Θα στο πω αλλά μη με κοροϊδέψεις. Εντάξει.

Ήρθανε τα σίξτις!

Δεν ξέρω αν μπήκανε ξανά τώρα τελευταία ή δεν είχανε βγει ποτέ. Και τα δυο στέκουν, εξαρτάται πως το βλέπεις.

Κοίτα τριγύρω σου και πες μου αν διαφωνείς.

Ρε, περνάει κόσμος στο δρόμο και φοράει καμπάνες παντελόνια, καπελάκια από άλλες εποχές, γυαλιά ηλίου πιο μεγάλα κι από το κεφάλι του. Φραμπαλάδες στα γυναικεία φορεματάκια και λουλουδένια σχέδια και χτενίσματα.

Αυτοκινητάκια-σακαράκες, που κάποιος τους ξανάδωσε ζωή, τα φούλαρε με μπενζίνα και τα ξανάβγαλε στους δρόμους. Δεν πεθαίνουνε με τίποτα, κι όταν πάλι τύχει και σου μείνει, ή αυτό θα φταίει ή το άλλο. Απλά πράματα. Ούτε ηλεκτρονικούς εγκεφάλους, ούτε εξωγήινα εξαρτήματα από τον πλανήτη Κρύπτον που κοστίζουνε όσο η κούρσα ολόκληρη. Αλλάζεις δυο βίδες κι είσαι έτοιμος να πάρεις τους δρόμους ξανά.

Τα βινύλια αρχίσανε να κινούνται ξανά, αφού πρώτα όλα τα σιντιά-άλμπουμ δολοφονήθηκαν αγρίως από τη γνωστή τρομοκρατική οργάνωση Εμ-Πιθρή σε συνεργασία με το γνωστό νονό της νύχτας, τον Ιν Τερνέτ.

Πάρε, λοιπόν, κι εσύ ένα πικ-απ. Ο ήχος είναι διαφορετικός. Η μουσική εκείνης της εποχής γύρισε, οι κιθάρες απ(α)λές σε κάνουνε να θέλεις να χορέψεις κι όχι να βουλιάξεις στην πολυθρόνα. Τα πνευστά καθίσανε πάλι στο τιμόνι. Το σουίνγκ, το ροκενρόλ, το ροκαμπίλι είν’ εδώ. Χτένα και μπριγιαντίνη. Πρόσεξες τον Τζόνι δίπλα σου που τραγουδά; Τον ακούς να κάνει χριτσχρίτς. Τον γρατζουνάει, βλέπεις, η βελόνα.

Ο Έλβις κι ο Μόρισον στέκονται στη γωνιά, πίσω από το τζουκμπόξ, και μας κλείνουνε το μάτι. Μην τους αφήσεις να κλείσουνε και το άλλο.

Πιες μια παγωμένη ξανθιά στην υγειά τους.

Δευτέρα 9 Μαρτίου 2009

ΣΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΦΑΓΟΥ


... γιατί θα μπορούσε να έχει γίνει κάπως έτσι

Μου ζήτησαν ευγενικά να περιμένω μέχρις να έρθει ο κ. Σαββίδης από την αποθήκη του βιβλιοδετείου. Σκότωσα έτσι δέκα λεπτά της ώρας. Της ώρας μου. Αντί να σφυρίζω ανέμελα, έκανα ένα γρήγορο χρονοτάξιδο στα τελευταία γεγονότα.
Είχαμε συνεννοηθεί να μου ετοιμάσει πέντε βιβλία, εκτύπωση και δέσιμο. Η τιμή που συμφωνήσαμε ανάλογη της οικονομικής κρίσης και υστερίας των τελευταίων μηνών. «Λίγο πάνω, λίγο κάτω, κάπου τόσο θα σου βγει» με διαβεβαίωνε το αφεντικό και κάτι μου έλεγε ότι δε θα έχουμε χάπι εντ.
Πέρασαν τα δέκα λεπτά διορία που είχα δώσει, πέρασε κι άλλο ένα πεντάλεπτο χαριστικό εξαιτίας της τυρόπιτας που μασούλαγα, πέρασαν και άλλα δυο βασανιστικά λεπτά που με έκαναν να ιδρώσω.
Τότε ήρθε ο μάγκας, με αέρα και στυλ, χαιρέτησε, με αέρα και στυλ πάλι, πέρασε από δίπλα μου και κάθισε στο θρόνο του γραφείου, με αέρα πάντα και στυλ αφεντικού. Χτυπάει κάτι νούμερα στο μικροσκοπικό ψηφιακό λογιστήριο που έχει - το κοινώς αποδεκτό από όλους μας κομπιουτεράκι - και ξεστομίζει με την απάθεια ενός πολιτικού τα παρακάτω τρία νούμερα.
Τετρακόσια. Ογδόντα. Πέντε.
Σιωπή. Για λίγα δευτερόλεπτα. Την περίμενα είναι η αλήθεια. Τη σιωπή. Δεν είμαι σίγουρος αν εκείνος την περίμενε. Κοιταχτήκαμε. Ξεκοιταχτοίκαμε. Ξανακοιταχτήκαμε. Ξαναξεκοιταχτήκαμε. Και ξανά απ’ την αρχή μέχρι που βαρέθηκα. Για κείνες τις στιγμές ήμουνα σαν τον Ντουντ, τον Ντούντι, και κοιτούσα τον Τζόνι Ρένο να ιεροσυλεί επάνω στην ίδια τη μουσική. Τα φρύδια μου είχανε πάρει την πόζα του αγριεμένου. Η Ντόνα παραδίπλα να χτενίζεται.
Τον στόλισα, ψύχραιμα στην αρχή, πιο επιθετικά στην πορεία. Περάσαμε γρήγορα από τον πληθυντικό στον ενικό και έτσι ήτανε πλέον σαφές ότι δεν είμαστε πάνω από δυο. Προσπάθησα να τον προειδοποιήσω, δεν με άκουγε όμως.
Κάπου εκεί ανάμεσα στα «ρε» και στα «τι λες τώρα» εμφανίστηκε κι ένα τσουτσέκι και πήγε να τον υπερασπιστεί.
Δεν πρασίνισα (σαν τον Χουλκ), ροδοκοκκίνισα. Για ότι επακολούθησε φταίει εκείνη η ταινία που είχα δει το προηγούμενο βράδυ. Κι ο παππούς το ίδιο θα έκανε.

ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΟΜΟΙΟΤΗΤΑ ΜΕ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΤΕΛΩΣ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΙΚΗ

Το βούτηξα το τσουτσέκι από το γιακά και το πέταξα επάνω στα μηχανήματα εκτύπωσης και κοπής, χωρίς όμως να κοπεί πουθενά. Σηκώθηκε μέσα από τα χαλάσματα με ένα εξώφυλλο θρησκευτικού βιβλίου εκτυπωμένο στο μέτωπό του. Ο σταυρός ήτανε ανάγλυφος.
Ο Σαββίδης σηκώθηκε από την επίσημη καρέκλα του για να δράσει. Ή να βράσει. Δεν πρόλαβε, του την έφερα. Του πέταξα ένα πακέτο βιβλία και χαρτομάνι σκόρπισε παντού. Με μια κλωτσιά έριξα κάτω τον υπολογιστή, έγινε χίλια κομμάτια. Ξεκόλλησα από τον τοίχο μια σωλήνα εξαερισμού και με αυτήν στο χέρι άρχισα να καταστρέφω τα πάντα. Μηχανήματα, τοίχους, πάγκους, καρέκλες, δε θα έμενε τίποτα όρθιο. Οι σκλάβοι του έτρεξαν και κρύφτηκαν κάτω από ένα φύλλο αλφατέσσερα.
Σταμάτησα μετά από λίγο, μόνο και μόνο για να πάρω μιαν ανάσα, είχε σηκωθεί τόση σκόνη που με έπιασε βήχας. Δεν μπορούσα να διακρίνω τίποτα. Ο Σαββίδης και το τσουτσέκι είχανε κουρνιάσει πίσω από το γραφείο. Τους είδα. Δεν το περίμεναν να τους βρω τόσο γρήγορα. Είχανε χάσει πια το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού.
Τους κάρφωνα με δυο κατακόκκινα δαιμονισμένα μάτια. Μου τρέχανε τα σάλια από τη λύσσα που με είχε πιάσει. Τα μαλλιά μου ανάκατα, ιδρωμένα τσουλούφια κρέμονταν στο μέτωπό μου και μπριγιαντίνη έτρεχε στο λαιμό. Το γέλιο του τρελού είχε ζωγραφιστεί λίγο πιο κάτω από τη μύτη μου, εκεί που κάποτε ήτανε τα ήρεμα χείλη μου. Στο ένα χέρι κράδαινα τον σωλήνα. Στο άλλο το τσιγάρο. Αν είχα και τρίτο θα βάσταγα και μπεγλέρι.
Με αργούς βηματισμούς τους πλησίαζα. Όσο πιο αργά, τόσο το καλύτερο. Είναι πιο τρομαχτικό έτσι. Ένα ξεχαρβαλωμένο ροκαμπίλι έπαιζε στο φόντο του μυαλού μου. Τους κοίταζα επίμονα μπας και το ακούσουν κι αυτοί. Ο Σαββίδης έκανε μια τελευταία απεγνωσμένη κίνηση άμυνας-επίθεσης και μου εκσφενδόνισε έναν χοντρό τόμο εγκυκλοπαίδειας. Με πλήγωσε ελαφρά στο δεξί ώμο. Τον πλησίασα κι άλλο. Άπλωσα το χέρι με στόχο το λαιμό του, δεν τον άγγιξα όμως, το χέρι μου τον προσπέρασε και χώθηκε σε ένα ραφάκι ακριβώς από πίσω του. Βούτηξα μια δερματόδετη βίβλο και τον χτύπησα μια στο κεφάλι με αυτήν. Ντούνγκ. Συμβολικά. Άρχισε να κλαίει.
Έκανα μεταβολή, έφτασα σερνόμενος ως την πόρτα, πρώτα απελευθέρωσα τον δυστυχή παπαγάλο από το κλουβί του - μου είπε φχαριστώ - και έπειτα βγήκα στον όμορφο, ηλιόλουστο, έξω κόσμο. Το κλάμα του που ακουγόταν μου έδινε στα νεύρα. Έδωσα μια τελευταία στην πινακίδα-επιγραφή του μαγαζιού, έσκασε με πάταγο στο πεζοδρόμιο. Το ταμπελάκι στην πόρτα έγραφε «κλειστόν».
Απομακρύνθηκα από το μαγαζί αφήνοντας πίσω μου τη σκόνη και τα χαλάσματα. Το παρπάρισμα της εξάτμισης σαν βαρβάτο ριφ κάλυπτε το κλάμα του αφεντικού, ενώ χανόμουν στο βάθος του δρόμου καβαλώντας μια βρώμικη BMW μοτοσικλέτα του ’50 που έτυχε να βρίσκεται απ’ όξω.

ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΩΝ ΦΕΤΙΝΩΝ ΑΛΚΥΟΝΙΔΩΝ

ποιός τις έκλεψε;

ή

όποιος έχει τη μύγα να τη φέρει πίσω

ή

πάει το παιδί, το χάσαμε…


Στο είπα εδώ και καιρό. Στο εκμυστηρεύτηκα, στο σιγοψιθύρισα. Στο αυτί, να μη μας ακούσουνε όλοι οι υπόλοιποι. Δε λες όμως να με καταλάβεις. Εδώ είναι το κουμπί. Δε σου ζήτησα να συμφωνήσεις. Δεν προσπαθώ να σε πείσω για τίποτα Όχι. Δεν έχω το δικαίωμα να απαιτήσω κάτι τέτοιο. Μόνο να με καταλάβεις σου ζητώ. Άκουσέ με πρώτα και μετά βγάλε το συμπέρασμά σου.

Έχει δυο μήνες που μου μπήκε το καλοκαίρι και κανείς άλλος δεν το πήρε χαμπάρι. Ούτε καν τις αλκυονίδες δε ρωτήσαμε πούθε βρίσκονται. Μας ξεχάσανε και τις ξεχάσαμε. Είναι ωραία να έχει μπει το καλοκαίρι και να είσαι ο πρώτος, αλλά και ο μόνος, που το αντιλήφθηκε. Το απολαμβάνεις περισσότερο. Είναι όλο δικό σου. Ψάχνεις όμως να βρεις κι άλλους να μοιραστείς αυτόν τον ενθουσιασμό. Κάποιοι γελάνε μαζί σου, δε βιάζονται να φτάσουν εκεί, ζουν το τώρα, τον χειμώνα τους, ακόμη είναι κλεισμένοι στα καβούκια τους, αγχωμένοι, το μοναδικό τους καλοκαίρι είναι η συντροφιά της τηλεόρασης, δε βιάζονται όμως τρέχουν να προλάβουν, τις δουλειές, το χρόνο που κυλάει. Πολύ άγχος, πολλή κούραση. Δεν είναι όλοι έτσι, κάποιοι χαμογελάνε και είναι μια χαρά. Αυτό είναι ωραίο. Κι ο χειμώνας είναι ωραίος. Εντάξει. Όμως δεν κρατάει το ίδιο για τον καθέναν.

Υπερβολές. Έτσι μου είπες. Δε σε παρεξηγώ, εσύ μπορεί να το βλέπεις ημερολογιακά. Αν δεν έρθει η 1η του Ιούνη δε βουτάς. Λες και τον Ιούνη δε βρέχει. Αν δε βουτήξεις, δεν ήρθε το καλοκαίρι. Λες και το καλοκαίρι πάει μαζί με τη βουτιά. Αν δε βάλεις το κοντομάνικο, το ίδιο. Αν δε μαζέψεις την ομπρέλα στο πατάρι. Αν δε βγάλεις το μπουφάν από πάνω σου. Δικαίωμά σου και σεβαστό, δε σου ζήτησε κανείς να βιαστείς.

Ήμουνα λοιπόν ο πρώτος που το πήρε χαμπάρι. Έτσι μου φαίνεται.

Σιγά-σιγά μπήκανε και άλλοι στο νόημα και γίναμε κάμποσοι. Τον Ιούνη όμως θα το ξέρουν και οι πέτρες και τότε οι παραλίες μας θα βογκάνε. Θα ψάχνουμε πάλι για ημιπαρθένα μέρη όπου θα είμαστε ξανά λίγοι, όπου θα βλέπεις τον ορίζοντα στο βάθος και όχι τους κάλους του πλαϊνού λουόμενου. Η αναζήτηση αυτή είναι το ωραίο.

Το ονομάζω καλοκαίρι, το ονομάζεις κάπως αλλιώς. Μιλάμε για το ίδιο πράγμα, για τότε που οι ρυθμοί και η διάθεση αλλάζουν προς το καλύτερο. Δεν είναι ότι όλα στρώνουνε με μιας στη ζωή σου, παύεις όμως να ανησυχείς τόσο πολύ για τόσο ασήμαντα πραγματάκια. Χαζεύεις τον ήλιο και τη θάλασσα, κάνεις μια βουτιά και τα ξεχνάς όλα. Περιμένεις να περάσει το οχτάωρο, να περάσει η βδομάδα (οι πέντε της μέρες) και να βρεθείς εκεί, μακριά. Να χαϊδέψεις τη θάλασσα, να πλατσουρίσεις με τα κύματα, να πάρει λίγο χρώμα το κορμί και η ζωή σου.

Θα μου πεις ότι εμείς που μιλάμε ήδη για καλοκαίρι είμαστε φαντασμένοι, ότι αυτό που νιώθουμε είναι ένα ψέμα, ένα παραμύθι. Είναι Φλεβάρης ακόμη. Δε θα διαφωνήσω σε τίποτα από τα παραπάνω. Κακό δεν κάνει όμως σε κανέναν κάτι τέτοιο. Ενοχλείται κανείς από το δικό μας καλοκαίρι; Μέσα μας είναι καλοκαίρι και, όταν έρθει και για εσάς το καλοκαίρι, εμείς θα είμαστε ήδη εκεί και θα σας περιμένουμε, αραχτοί κάτω από μια σκιά.

Αφού μυρίζει πλίτι-πλίτσι, εγώ φταίω;


ΤΕΛΟΣ

Παρασκευή 6 Μαρτίου 2009

ΦΡΗ ΚΑΜΠΙΝΓΚ, ΣΛΗΠΙΝΓΚ ΜΠΑΝΓΚ, ΜΠΙΝΓΚ-ΜΠΑΝΓΚ


αντί για λεύτερη κατασκήνωση, υπνόσακο, σαραβαλάκι

Είμαστε στο δρόμο πάλι. Τι σε ποιο δρόμο! Στο δρόμο για το Ίτσι φυσικά. Ίτσι-Μπίτσι.
Με το παλιό, κόκκινο, κλασικό μας αυτοκινητάκι. Πρόσφατα καθαρισμένο και γυαλισμένο, τίνγκα στη νικελιά, στρογγυλάδες και καμπύλες. Χωρίς «άρχοντα» (αρκοντίσιον), με πολλά γκλάνκα-γκλούνκα, με κίνδυνο να μείνεις από μπαταρία ή κάτι άλλο και να χρειαστεί να σπρώχνεις. Αυτά είναι όμως τα ωραία του που σε κάνουν περήφανο να το οδηγείς.
Έξω μύριζε καλοκαίρι. Μέσα μύριζε αναθυμιάσεις βενζίνης. Ο Τομ Γουέητς ακουγόταν λες και είχε φάει πέτρες για πρωινό. Τον αντικατέστησε ο Τόνι Άλλεν και αμέσως μύρισε λίγο καλοκαίρι και μέσα.
Είχαμε ήδη αφήσει πίσω μας τους τρέντηδες του πρώτου ποδιού, την πιτσαρία της Βουρβουρούς, την καντίνα του Ιεροκλή, τα κριτσανάκια ελιάς-ντομάτας της Συκιάς, τη στροφή του Τουρκολιμνιόνα. Στρίψαμε για το Ίτσι.
Χώμα-πέτρες-λάσπη και το αμαξάκι βόγκηξε λίγο. Το χάιδεψα και το καθησύχασα. Στροφές, διακλαδώσεις, πλήρες αποχετευτικό δίκτυο, ερημιά, νηστικά πουλιά που βγήκαν για σαφάρι, ένα κουφάρι παλιού λεωφορείου και πολλά σκαλιά να οδηγούν στο πουθενά. Απομεινάρια ενός πολιτισμού που έμεινε για πάντα στα θεμέλια. Αριστερά η Ντίνα-Βίκυ, γραμμένη στην καυτή άσφαλτο. Τη χαιρετήσαμε και κάναμε δεξιά για το μεγάλο γιοφύρι.

Φτάσαμε κάτω. Τα τροχόσπιτα είχανε για άλλη μια φορά καταχραστεί την παραλία. Καλώδια για ρεύμα, αυτόνομη ύδρευση, περιφράξεις, δορυφορικές κεραίες, διαφορικές εξ(ισ)ώσεις. Η πόλη μεταφέρθηκε για άλλη μια φορά αυτούσια στο Ίτσι. Πατήσαμε στην άμμο. Αφήσαμε τους βέβηλους δεξιά μας, φορτωθήκαμε τα συμπράγκαλα και κάναμε προς τ’ αριστερά. Ένας μουστακαλής μεσήλικας έψηνε μελιτζάνες στη φουφού. Σκυλιά και σκυλάκια τρέχανε τριγύρω. Στο βάθος δυο ψαθινοκαπελοφόροι παίζανε αργόσυρτο σκάκι στην ακροθαλασσιά. Πλίτσι-πλίτσι έκανε. Μπορεί γι’ αυτό να ονομάστηκε Ίτσι.
Ο κόσμος αριστερά συνήθως ήτανε διαφορετικός. Όχι πολλά-πολλά, μια σκηνούλα, πετσέτες, υπνόσακους, νερό και ξηρά τροφή. Αποτσίγαρα πουθενά, σκουπίδια δε βλέπεις, φασαρία δεν έχει. Άρχισε κι εκεί όμως να χαλάει. Κάποιοι είχανε στήσει υπερκατασκευές, μέγα-σκιές, τριώροφες σκηνές με υπόγειους χώρους στάθμευσης, ντόλμπυ σαράουντ. Τους στραβοκοιτάξαμε.
Βρήκαμε ένα άνοιγμα, στήσαμε τη σκηνή, πρώτη θέση στο κύμα, εφτά μέτρα θα ‘τανε δε θα ‘τανε. Μαγιό, βουτιά. Πλίτσι-πλίτσι κι εμείς. Κάναμε τη βουτιά του ανέμελου, του κομάντο και του βοσκού. Τις καινούριες του ταρζάν, του φτερνιστή και του ινδιάνου. Ουδείς προβληματίστηκε.
Ο ήλιος είχε μόλις αυτοκτονήσει στον ορίζοντα. Μας έκοψε λόρδα κι έτσι βγάλαμε τα κριτσανάκια, βγάλαμε και το κόκκινο κρασί, βγάλαμε και το βρεγμένο μαγιό για να μη κρυώσουμε, φορέσαμε κάτι άλλο (για να μην παρεξηγιόμαστε) και αράξαμε στην άμμο. Τσιμπήσαμε λίγο και χαζέψαμε τη θάλασσα και τον κόσμο να κάνει μια από τα ίδια.
Δεν αργήσαμε να νιώσουμε μια έλλειψη και να κινήσουμε προς αναζήτηση ενός καλοκαιρινού μπαρ και μιας μπυρίτσας.

Το Γκόα βρίσκεται σε ένα απίστευτης ομορφιάς φυσικό τοπίο κι έτσι ήπιαμε εκεί μιας απίστευτης ομορφιάς δροσερή μπυρίτσα. «Τι μπυρίτστες έχεις;» ρωτήσαμε γνωρίζοντας την απάντηση. Μας γάζωσε με τα γνωστά, άμστελ, χάινεκεν, καρίμπ, μακφ…. Δεν αντέξαμε, την κόψαμε ακαριαία. «Φέρε δυο Άμστελ». Αφού Παουλάνερ γιοκ.
Η μουσική δεν ήτανε άσχημη. Παρ’ όλα αυτά δώσαμε στον τυπά το δισκάκι του Τόνι Άλλεν, μιας πρόσφατής μας ανακάλυψης με την οποία ζαλίζαμε τον κάθε καημένο που γνωρίζαμε. Λαλήσανε κάνα δυο τραγουδάκια του, για σιέστα. Άρχισε να έρχεται περισσότερος κόσμος και ένα μπίτι από τα ηχεία μας τρύπησε τα κρανία
Γρήγορα ξαναπεινάσαμε και φύγαμε. Μπαρ-Πιτσαρία στο διπλανό χωριό. Μια παρέα τα έπινε με τον μπάρμαν. Περίεργο αλλά πλέον δεν πολυπεινούσαμε. Καθίσαμε στο μπαρ, παραγγείλαμε πίτσι & μπυρίτσι, βαρελίσια, και στήσαμε αυτί. Η παρέα μιλούσε για τα -ίτσι. Πολλά -ίτσι στην περιοχή. Καλαμίτσι, Κριαρίτσι, Πλατανίτσι. Ψάχνανε και για άλλα. Μπήκαμε κι εμείς στην κουβέντα. Θυμηθήκαμε κάνα δυο κι από την υπόλοιπη Ελλάδα, Μεταγγίτσι κλπ, λέγαμε διάφορα και γελούσαμε, τότε ξαφνικά πετάχτηκε ένας κι είπε «ΚΟΡΙΤΣΙ», σκάσαμε στα γέλια, αμέσως μετά ένας που δεν είχε βγάλει άχνα όλη τη βραδιά μουρμούρισε «Γράμμος-Βίτσι», κάποιος πνίγηκε από τα γέλια, άλλος έφτυνε πίτσα, άλλος έκλαιγε, ένας παιδοβούβαλος χοροπήδαγε μανιασμένα, άλλος έπεσε κάτω και τσακίστηκε…

Τους αφήσαμε να ξερνογελάνε και φύγαμε. Φτάσαμε στο δικό μας Ίτσι, βγάλαμε το κρασί και ζήσαμε τις επόμενες στιγμές ακούγοντας μια ξενέρωτη παρέα Ισπανούς δίπλα να προσπαθούν να φτιάξουνε κέφι. Ο μπαγλαμάς της παρέας, ο μόνος αρσενικός, ήρθε και ζήτησε φωτιά, ανταλλάξαμε κάνα δυο κουβέντες, τον κεράσαμε κρασί και το μετανιώσαμε που δεν τον δηλητηριάσαμε. Υπάρχουνε και αχώνευτοι Ισπανοί τελικά.
Τελειώσαμε το κρασί, τελειώσαμε και κάμποσες μπύρες, κλείσαμε τα μάτια, το στόμα και το φερμουάρ του υπνόσακου και αποκοιμηθήκαμε. Έξω. Μόνο το φεγγάρι είχαμε αφήσει ανοιχτό.
Το πρωί δεν εμφανίστηκαν τελικά οι μπάτσοι. Τζάμπα είχαμε οι περισσότεροι βάλει ξυπνητήρια στις 7:30 για να μη μας πιάσουνε στον ύπνο.
Η θάλασσα ήτανε λάδι. Έξυσα την αξυρισιά μου, μασούλησα λίγο τα σάλια μου, ξεκόλλησα μισό μάτι από τις τσίμπλες, σύρθηκα στα τέσσερα για εφτά μέτρα μέχρι την ακροθαλασσιά και έκανα ένα απολαυστικό σπλατς!