Ζαλίζαμε την πόλη με τα ποδήλατά μας. Επικίνδυνη η ποδηλατάδα με αυτές τις συνθήκες, αλλά τι να κάνεις.
Είχαμε φτάσει πλέον στην κατάλληλη ηλικία ώστε να θέλουμε να ξεθάψουμε όλα όσα είχαμε απαρνηθεί σε εκείνα τα πρώτα χρόνια της ενηλικίωσής μας.
Κόμικς. Ποδήλατο. Βόλτα με τη μαμά και τον μπαμπά. Παιχνίδια.
Τα θέλουμε πίσω τώρα. Τα θυμόμαστε, τα χρειαζόμαστε για να μη μεγαλώσουμε ποτέ. Το ποδήλατο επιστρέφει κι αυτό στη ζωή μας. Για εύκολη, γρήγορη κι ανέξοδη μετακίνηση. Για γυμναστική. Για ζωντάνια. Για απάντηση στους ξεροκέφαλους οδηγούς. Για την ηρεμία του. Για διασκέδαση. Για τη φάση.
Ένας της Δημοτικής Αστειονομίας μας πλεύρισε. Είχα το παλιό μου κριαράκι, ο Σοροφοτσίρχ είχε το καινούριο του μάουντεν-μπαϊκ. Ο Θελωναγινωμπάτσος σταμάτησε και μας έκοψε ψαρωτικά κάτω από το απαστράπτον γυαλί του. Δεν ήξερε τι να πει, δεν είχε πραγματικά κάτι να πει, όμως ήθελε οπωσδήποτε κάτι να πει κι έτσι βρήκε κάτι να πει.
«Είναι δικό σου το ποδήλατο;» ρώτησε τον Σοροφοτσίρχ με φωνή τερμινέητορ και τζάκετ δερμάτινο. Εμένα και το σαράβαλό μου μας αγνόησε.
Του απάντησε με ένα επίσης άχρωμο ναι.
Ο ένστολος όμως έψαχνε να πει κι άλλα. Έτσι έγραφε ρητά στο υπηρεσιακό του εγχειρίδιο.
«Σίγουραααα;» πρόσθεσε δείχνοντάς μας μια τέτοια ευφράδεια λόγου που αντάξιά της δεν είχαμε ξανασυναντήσει ούτε μια φορά στα εικοσιτέσσερα χρόνια των σπουδών μας, ούτε και στα πενήντα χρόνια που κάναμε στα καράβια.
Ο Σοροφοτσίρχ τον κοίταξε με απορία, μετά κοίταξε εμένα, δεν το πίστευε, μετά ξανά αυτόν, μα είναι δυνατόν, ξανά εμένα, μα τί τους ταΐζουνε, ξανά εκείνον και εν τέλει δέχτηκε να του απαντήσει.
«Όχι».
«Όχιιιιιιιιιιι;!». Κόντεψε να μας μείνει στα χέρια από τα συνταρακτικά αποτελέσματα της έρευνάς του. Τι συγκίνηση!
«Και ποιανού είναι, ρε;» ρώτησε ο βλάξ πιστεύοντας ότι βρισκότανε στα πρόθυρα της σύλληψης του νούμερο ένα εγκληματία της πόλης.
Εδώ είναι το καλό. Δυο απορίες είχανε σχηματιστεί στο μυαλό μας. Πρώτη. Εάν δεν ήτανε δικό μας το ποδήλατο, υπήρχε περίπτωση να του πούμε ποιανού είναι; Δεύτερη. Αν ήτανε όντως κλεμμένο, θα υπήρχε τρόπος να αποδειχτεί κάπως αυτό;
Του δώσαμε αυτό που ήθελε. Μια απάντηση.
«Δικό του είναι» είπε ο φίλος μου δείχνοντας εμένα.
«Κι αυτό εδώ είναι δικό του» πρόσθεσα για το κριαράκι στο οποίο ήμουνα καβάλα.
Για καλή μας τύχη δεν τόλμησε να ζητήσει τα χαρτιά των ποδηλάτων, την άδεια οδήγησής τους, την απόδειξη αγοράς τους, ούτε κάτι άλλο τέτοιο απίθανο. Έφυγε με την ικανοποίηση του σκληρά εργαζόμενου δημοσίου υπαλλήλου ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του.
Θυμήθηκα τα λόγια ενός πολύ καλού μου φίλου, που τύχαινε να είναι μπάτσος. Ψιθυριστά, σχεδόν συνωμοτικά, μου είχε εκμυστηρευτεί λίγες ημέρες πριν το εξής ωραίο.
«Που ‘σαι. Τώρα τελευταία που άρχισες να βγαίνεις με το ποδήλατο, να ‘χεις το νου σου στην αστυνομία, επειδή οι αναρχικοί μόνο βγαίνουνε με ποδήλατο και μπορεί να έχεις προβλήματα.
Χωριστήκαμε με τον Σοροφοτσίρχ. Αυτός πήγε για το σπίτι του. Τράβηξα για το νοσοκομείο Α.Π.Ε.Χ.Α., είχε επισκεπτήριο εκείνες τις ώρες.
Φορούσα τις φόρμες μου και τα αθλητικά μου παπούτσια, μετά θα πήγαινα να τρέξω στο γήπεδο. Έναν σάκο είχα μόνο στην πλάτη με ρούχα για να αλλάξω μετά. Κι ένα καπέλο για τον ήλιο. Όχι στην πλάτη, στο κεφάλι. Και το ποδήλατό μου. Όχι στο κεφάλι, πιο κάτω.
Αφίχθην στην είσοδο του προαύλιου χώρου του κτιρίου, κατέβηκα από το όχημα, έριξα μια γρήγορη ματιά για να βρω κάπου να το δέσω, σκέφτηκα μήπως το έβαζα μέσα στην αυλή για περισσότερη ασφάλεια, εντόπισα έναν θυρωρό-ασφαλίτη στην πύλη.
Εκείνος είχε ώρα που με κοιτούσε. Ένιωσα λίγο αμήχανα, ψάχτηκα μήπως με είχε κουτσουλήσει κανένα πουλί, μήπως είχε σκιστεί η φόρμα μου, μήπως μου είχανε κολλήσει κανένα χαρτάκι στην πλάτη. Δε βρήκα τίποτα το αξιοπερίεργο, επανέκτησα τη χαμένη αυτοπεποίθησή μου και τον πλησίασα όμορφα κι ωραία για να πάρω πληροφορίες για το επισκεπτήριο.
Αυτός εξακολουθούσε να με κόβει απ’ την κορφή ως τα νύχια. Δεν έδωσα σημασία και τον χαιρέτησα φιλικά.
«Καλησπέρα. Θα ήθελα να ρωτήσω που βρίσκεται η καρδιολογική πτέρυγα».
Θα μπορούσε να μου απαντήσει σε στυλ «τι εννοείς θα ήθελες, αφού μόλις ρώτησες», όμως μου απάντησε με μια εξίσου κουφή ερώτηση. Κουφή, την άκουσα όμως.
«Κι αυτό τι είναι;» είπε δείχνοντας αυτό που κρατούσα.
Έσκυψα το κεφάλι και τι να δω. Στα χέρια μου κρατούσα ένα ποδήλατο, που τύχαινε να είναι το δικό μου, αγωνιστικό ποδήλατο.
Τον ξανακοιτάω, λοιπόν. Ψυχραιμία.
«Ποδήλατο». Κακώς, έπρεπε να του έχω δώσει μια πιο ευφάνταστη απάντηση.
«Και που πας με αυτό;»
«Επίσκεψη σε έναν ασθενή στην καρδιολογική».
«Δεν μπορείς να περάσεις με αυτό» αγρίεψε.
«ΟΚ» συνέχισα ευγενικά. Δεν έπρεπε. «Θα το αφήσω έξω».
«Πού έξω;» συνέχισε και τότε άρχισε να με εκνευρίζει.
«Εκεί» του έδειξα κάπου μακριά.
«Τώρα, μπορείς να μου πεις σε παρακαλώ που βρίσκεται η καρδιολογική;»
«Κι αυτό τι είναι;» ξαναρώτησε δείχνοντας πάλι κάτι που κρατούσα στο χέρι.
Ρε, λες να κρατάω κάτι άλλο τόση ώρα και να μην το έχω πάρει χαμπάρι; Ξανακοιτάω λοιπόν κάτω προς τον δεξί μου καρπό και, προς μεγάλη μου έκπληξη εκεί βρισκότανε ακόμη ασφαλές το ποδήλατό μου. Πάλι καλά.
Δεν τον βοήθησα να καταλάβει τι στο καλό ήτανε αυτό το περίεργο σιδερικό που είχα, με τις δυο ρόδες, το κουδουνάκι και το στριφτό (κιχί) τιμόνι.
«Θα μου πεις επιτέλους πού είναι η καρδιολογική;» του είπα ελαφρώς πιο αγανακτισμένος.
«Και τί θέλεις να κάνεις στην καρδιολογική;»
«Έχει επισκεπτήριο τέτοια ώρα».
«Και με αυτό πού πάς;»
«Σου είπα, θα το αφήσω έξω!»
«Και τί είναι αυτό;».
Άντε πάλι.
Ο τύπος έπαθε κάτι σαν βραχυκύκλωμα. Άρχισαν να αναβοσβήνουν κάτι λαμπάκια στο κεφάλι του, δυο-τρεις σούστες πετάχτηκαν από το αυτί και τη μύτη του, τα μάτια του ανοιγόκλειναν σα χαλασμένα. Σύντομα άρχισε να καπνίζει από παντού και ήταν εμφανές ότι κάτι καιγόταν στο κεφάλι του.
Και πού πας με αυτό; Ποιανού είναι; Και τί είναι αυτό; Έξω; Και τί είναι αυτό; Καρδιολογική; Ποιός είσαι; Πού είσαι; Τι είναι αυτό; Πού πας; Γιατί φεύγεις; Γιατί είναι αυτό; Και πού πας με αυτό; Ποιός είσαι; Ποιος είμαι; Τί είσαι; Πού πας με αυτό; Ποιός…
Τα ότιναναι δεν είχανε τελειωμό. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα πως δε θα συνεννοούμασταν. Ο άνθρωπος φυσικά έκανε τη δουλειά του. Και δουλειά του ήτανε να κάνει αυτό που του είχανε πει κάποιοι να κάνει. Όχι να σκέφτεται. Δεν ήξερε να σκέφτεται. Δουλειά του ήτανε να εκνευρίζει τον κόσμο, να παρεμποδίζει την είσοδο σε οποιονδήποτε θα έκρινε εκείνος ένοχο, οποιονδήποτε κρατούσε κάτι ύποπτο στα χέρια, όπως ένα αγωνιστικό ποδήλατο.
Δίπλα μου πέρασε ένας μπόμπιρας με το ποδηλατάκι του. Βοηθητικές είχε ακόμη. Πάλι καλά που δεν του επιτέθηκε ο θυρωρός-ασφαλίτης. Ένας γιαπωνέζος (παντού βρίσκονται αυτοί), με μια φωτογραφική μηχανή στο χέρι έτσι για το ξεκάρφωμα, και με μια σπάθα σαμουράι κρυμμένη κάτω από την καμπαρντίνα του πέρασε κι αυτός απαρατήρητος. Επίσης, ένας ψυχοπαθής δολοφόνος πέρασε ανάμεσά μας ανενόχλητος και μπήκε κι αυτός στο νοσοκομείο. Δεν τον σταμάτησε κανείς.
Στις έντεχνα συγκαλυμμένες επικρίσεις του φίλου μου Ηλάιας, έχω να αντιπαραθέσω το πολυσχιδές και εποικοδομητικό έργο των συμπολιτών μας δημοτικών αστυνομικών. Φίλτατε συγγραφέα, αποκυρήσσω μετά βδελυγμίας τη συμμετοχή μου σε οποιαδήποτε συμμετοχή μου σε περιστατικό έμμεσου εξτσιφτετελισμού δημοτικού μπάτσου. Υποστηρίζω το θεάρεστο έργο τους και μάλιστα τη στιγμή αυτή παράγγειλα 1000 γκασμάδες από ανοξείδωτο μέταλλο και χερούλι καρυδιάς, ώστε ανεπηρέαστοι να συνεχίσουν την κατανάλωση σερβιετώνε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΘέλω επίσης να επισημάνω την ύπαρξη του δημοτόμπατσου ως ανθρώπου, ως συμπολίτη και συνανθρώπου που συναποφασίζει με μια και μόνο κοφτή και απάνθρωπη κίνηση: ρίχνει την ψήφο του ακέραια και αντικειμενική, χωρίς να συγκινείται από πρόσκαιρα οφέλη (επιδόματα, μεταθέσεις, νέους γκασμάδες, απορροφητικότερες σερβιέτες). Φίλε δημοτόμπατσε θα με έχεις πάντα σύμμαχο. Όταν οι μέρες τελειώνουν, όταν φοβάσαι για τη θέση σου, όταν το μπλοκάκι των κλήσεων σώνεται. Στο κρύο, στο αγιάζι, στη βροχή, ο δημοτόμπατσος είναι εκεί, άφοβος προστάτης των ποδηλάτων και των καφετεριώνε. Ριψοκίνδυνος και ρωμαλέος, κατουρά κόντρα στον άνεμο της λογικής.
Κατά τα άλλα θέλω να σε συγχαρώ γιατί ανέδειξες ένα μείζων ζήτημα όπως αυτό της διέλευσης καμικάζι και δολοφονικών πιτσιρικάδων στα άδυτα των κρατικών νοσοκομείων (καλλιεργώ το μύθο σου ανερυθρίαστα). Επίσης από αύριο μοιράζουμε μπλουζάκια με το σήμα του συγγραφέα και το σύνθημα Think Out Of The Box.