αντί για λεύτερη κατασκήνωση, υπνόσακο, σαραβαλάκι
Είμαστε στο δρόμο πάλι. Τι σε ποιο δρόμο! Στο δρόμο για το Ίτσι φυσικά. Ίτσι-Μπίτσι.
Με το παλιό, κόκκινο, κλασικό μας αυτοκινητάκι. Πρόσφατα καθαρισμένο και γυαλισμένο, τίνγκα στη νικελιά, στρογγυλάδες και καμπύλες. Χωρίς «άρχοντα» (αρκοντίσιον), με πολλά γκλάνκα-γκλούνκα, με κίνδυνο να μείνεις από μπαταρία ή κάτι άλλο και να χρειαστεί να σπρώχνεις. Αυτά είναι όμως τα ωραία του που σε κάνουν περήφανο να το οδηγείς.
Έξω μύριζε καλοκαίρι. Μέσα μύριζε αναθυμιάσεις βενζίνης. Ο Τομ Γουέητς ακουγόταν λες και είχε φάει πέτρες για πρωινό. Τον αντικατέστησε ο Τόνι Άλλεν και αμέσως μύρισε λίγο καλοκαίρι και μέσα.
Είχαμε ήδη αφήσει πίσω μας τους τρέντηδες του πρώτου ποδιού, την πιτσαρία της Βουρβουρούς, την καντίνα του Ιεροκλή, τα κριτσανάκια ελιάς-ντομάτας της Συκιάς, τη στροφή του Τουρκολιμνιόνα. Στρίψαμε για το Ίτσι.
Χώμα-πέτρες-λάσπη και το αμαξάκι βόγκηξε λίγο. Το χάιδεψα και το καθησύχασα. Στροφές, διακλαδώσεις, πλήρες αποχετευτικό δίκτυο, ερημιά, νηστικά πουλιά που βγήκαν για σαφάρι, ένα κουφάρι παλιού λεωφορείου και πολλά σκαλιά να οδηγούν στο πουθενά. Απομεινάρια ενός πολιτισμού που έμεινε για πάντα στα θεμέλια. Αριστερά η Ντίνα-Βίκυ, γραμμένη στην καυτή άσφαλτο. Τη χαιρετήσαμε και κάναμε δεξιά για το μεγάλο γιοφύρι.
Φτάσαμε κάτω. Τα τροχόσπιτα είχανε για άλλη μια φορά καταχραστεί την παραλία. Καλώδια για ρεύμα, αυτόνομη ύδρευση, περιφράξεις, δορυφορικές κεραίες, διαφορικές εξ(ισ)ώσεις. Η πόλη μεταφέρθηκε για άλλη μια φορά αυτούσια στο Ίτσι. Πατήσαμε στην άμμο. Αφήσαμε τους βέβηλους δεξιά μας, φορτωθήκαμε τα συμπράγκαλα και κάναμε προς τ’ αριστερά. Ένας μουστακαλής μεσήλικας έψηνε μελιτζάνες στη φουφού. Σκυλιά και σκυλάκια τρέχανε τριγύρω. Στο βάθος δυο ψαθινοκαπελοφόροι παίζανε αργόσυρτο σκάκι στην ακροθαλασσιά. Πλίτσι-πλίτσι έκανε. Μπορεί γι’ αυτό να ονομάστηκε Ίτσι.
Ο κόσμος αριστερά συνήθως ήτανε διαφορετικός. Όχι πολλά-πολλά, μια σκηνούλα, πετσέτες, υπνόσακους, νερό και ξηρά τροφή. Αποτσίγαρα πουθενά, σκουπίδια δε βλέπεις, φασαρία δεν έχει. Άρχισε κι εκεί όμως να χαλάει. Κάποιοι είχανε στήσει υπερκατασκευές, μέγα-σκιές, τριώροφες σκηνές με υπόγειους χώρους στάθμευσης, ντόλμπυ σαράουντ. Τους στραβοκοιτάξαμε.
Βρήκαμε ένα άνοιγμα, στήσαμε τη σκηνή, πρώτη θέση στο κύμα, εφτά μέτρα θα ‘τανε δε θα ‘τανε. Μαγιό, βουτιά. Πλίτσι-πλίτσι κι εμείς. Κάναμε τη βουτιά του ανέμελου, του κομάντο και του βοσκού. Τις καινούριες του ταρζάν, του φτερνιστή και του ινδιάνου. Ουδείς προβληματίστηκε.
Ο ήλιος είχε μόλις αυτοκτονήσει στον ορίζοντα. Μας έκοψε λόρδα κι έτσι βγάλαμε τα κριτσανάκια, βγάλαμε και το κόκκινο κρασί, βγάλαμε και το βρεγμένο μαγιό για να μη κρυώσουμε, φορέσαμε κάτι άλλο (για να μην παρεξηγιόμαστε) και αράξαμε στην άμμο. Τσιμπήσαμε λίγο και χαζέψαμε τη θάλασσα και τον κόσμο να κάνει μια από τα ίδια.
Δεν αργήσαμε να νιώσουμε μια έλλειψη και να κινήσουμε προς αναζήτηση ενός καλοκαιρινού μπαρ και μιας μπυρίτσας.
Το Γκόα βρίσκεται σε ένα απίστευτης ομορφιάς φυσικό τοπίο κι έτσι ήπιαμε εκεί μιας απίστευτης ομορφιάς δροσερή μπυρίτσα. «Τι μπυρίτστες έχεις;» ρωτήσαμε γνωρίζοντας την απάντηση. Μας γάζωσε με τα γνωστά, άμστελ, χάινεκεν, καρίμπ, μακφ…. Δεν αντέξαμε, την κόψαμε ακαριαία. «Φέρε δυο Άμστελ». Αφού Παουλάνερ γιοκ.
Η μουσική δεν ήτανε άσχημη. Παρ’ όλα αυτά δώσαμε στον τυπά το δισκάκι του Τόνι Άλλεν, μιας πρόσφατής μας ανακάλυψης με την οποία ζαλίζαμε τον κάθε καημένο που γνωρίζαμε. Λαλήσανε κάνα δυο τραγουδάκια του, για σιέστα. Άρχισε να έρχεται περισσότερος κόσμος και ένα μπίτι από τα ηχεία μας τρύπησε τα κρανία
Γρήγορα ξαναπεινάσαμε και φύγαμε. Μπαρ-Πιτσαρία στο διπλανό χωριό. Μια παρέα τα έπινε με τον μπάρμαν. Περίεργο αλλά πλέον δεν πολυπεινούσαμε. Καθίσαμε στο μπαρ, παραγγείλαμε πίτσι & μπυρίτσι, βαρελίσια, και στήσαμε αυτί. Η παρέα μιλούσε για τα -ίτσι. Πολλά -ίτσι στην περιοχή. Καλαμίτσι, Κριαρίτσι, Πλατανίτσι. Ψάχνανε και για άλλα. Μπήκαμε κι εμείς στην κουβέντα. Θυμηθήκαμε κάνα δυο κι από την υπόλοιπη Ελλάδα, Μεταγγίτσι κλπ, λέγαμε διάφορα και γελούσαμε, τότε ξαφνικά πετάχτηκε ένας κι είπε «ΚΟΡΙΤΣΙ», σκάσαμε στα γέλια, αμέσως μετά ένας που δεν είχε βγάλει άχνα όλη τη βραδιά μουρμούρισε «Γράμμος-Βίτσι», κάποιος πνίγηκε από τα γέλια, άλλος έφτυνε πίτσα, άλλος έκλαιγε, ένας παιδοβούβαλος χοροπήδαγε μανιασμένα, άλλος έπεσε κάτω και τσακίστηκε…
Τους αφήσαμε να ξερνογελάνε και φύγαμε. Φτάσαμε στο δικό μας Ίτσι, βγάλαμε το κρασί και ζήσαμε τις επόμενες στιγμές ακούγοντας μια ξενέρωτη παρέα Ισπανούς δίπλα να προσπαθούν να φτιάξουνε κέφι. Ο μπαγλαμάς της παρέας, ο μόνος αρσενικός, ήρθε και ζήτησε φωτιά, ανταλλάξαμε κάνα δυο κουβέντες, τον κεράσαμε κρασί και το μετανιώσαμε που δεν τον δηλητηριάσαμε. Υπάρχουνε και αχώνευτοι Ισπανοί τελικά.
Τελειώσαμε το κρασί, τελειώσαμε και κάμποσες μπύρες, κλείσαμε τα μάτια, το στόμα και το φερμουάρ του υπνόσακου και αποκοιμηθήκαμε. Έξω. Μόνο το φεγγάρι είχαμε αφήσει ανοιχτό.
Το πρωί δεν εμφανίστηκαν τελικά οι μπάτσοι. Τζάμπα είχαμε οι περισσότεροι βάλει ξυπνητήρια στις 7:30 για να μη μας πιάσουνε στον ύπνο.
Η θάλασσα ήτανε λάδι. Έξυσα την αξυρισιά μου, μασούλησα λίγο τα σάλια μου, ξεκόλλησα μισό μάτι από τις τσίμπλες, σύρθηκα στα τέσσερα για εφτά μέτρα μέχρι την ακροθαλασσιά και έκανα ένα απολαυστικό σπλατς!
Είμαστε στο δρόμο πάλι. Τι σε ποιο δρόμο! Στο δρόμο για το Ίτσι φυσικά. Ίτσι-Μπίτσι.
Με το παλιό, κόκκινο, κλασικό μας αυτοκινητάκι. Πρόσφατα καθαρισμένο και γυαλισμένο, τίνγκα στη νικελιά, στρογγυλάδες και καμπύλες. Χωρίς «άρχοντα» (αρκοντίσιον), με πολλά γκλάνκα-γκλούνκα, με κίνδυνο να μείνεις από μπαταρία ή κάτι άλλο και να χρειαστεί να σπρώχνεις. Αυτά είναι όμως τα ωραία του που σε κάνουν περήφανο να το οδηγείς.
Έξω μύριζε καλοκαίρι. Μέσα μύριζε αναθυμιάσεις βενζίνης. Ο Τομ Γουέητς ακουγόταν λες και είχε φάει πέτρες για πρωινό. Τον αντικατέστησε ο Τόνι Άλλεν και αμέσως μύρισε λίγο καλοκαίρι και μέσα.
Είχαμε ήδη αφήσει πίσω μας τους τρέντηδες του πρώτου ποδιού, την πιτσαρία της Βουρβουρούς, την καντίνα του Ιεροκλή, τα κριτσανάκια ελιάς-ντομάτας της Συκιάς, τη στροφή του Τουρκολιμνιόνα. Στρίψαμε για το Ίτσι.
Χώμα-πέτρες-λάσπη και το αμαξάκι βόγκηξε λίγο. Το χάιδεψα και το καθησύχασα. Στροφές, διακλαδώσεις, πλήρες αποχετευτικό δίκτυο, ερημιά, νηστικά πουλιά που βγήκαν για σαφάρι, ένα κουφάρι παλιού λεωφορείου και πολλά σκαλιά να οδηγούν στο πουθενά. Απομεινάρια ενός πολιτισμού που έμεινε για πάντα στα θεμέλια. Αριστερά η Ντίνα-Βίκυ, γραμμένη στην καυτή άσφαλτο. Τη χαιρετήσαμε και κάναμε δεξιά για το μεγάλο γιοφύρι.
Φτάσαμε κάτω. Τα τροχόσπιτα είχανε για άλλη μια φορά καταχραστεί την παραλία. Καλώδια για ρεύμα, αυτόνομη ύδρευση, περιφράξεις, δορυφορικές κεραίες, διαφορικές εξ(ισ)ώσεις. Η πόλη μεταφέρθηκε για άλλη μια φορά αυτούσια στο Ίτσι. Πατήσαμε στην άμμο. Αφήσαμε τους βέβηλους δεξιά μας, φορτωθήκαμε τα συμπράγκαλα και κάναμε προς τ’ αριστερά. Ένας μουστακαλής μεσήλικας έψηνε μελιτζάνες στη φουφού. Σκυλιά και σκυλάκια τρέχανε τριγύρω. Στο βάθος δυο ψαθινοκαπελοφόροι παίζανε αργόσυρτο σκάκι στην ακροθαλασσιά. Πλίτσι-πλίτσι έκανε. Μπορεί γι’ αυτό να ονομάστηκε Ίτσι.
Ο κόσμος αριστερά συνήθως ήτανε διαφορετικός. Όχι πολλά-πολλά, μια σκηνούλα, πετσέτες, υπνόσακους, νερό και ξηρά τροφή. Αποτσίγαρα πουθενά, σκουπίδια δε βλέπεις, φασαρία δεν έχει. Άρχισε κι εκεί όμως να χαλάει. Κάποιοι είχανε στήσει υπερκατασκευές, μέγα-σκιές, τριώροφες σκηνές με υπόγειους χώρους στάθμευσης, ντόλμπυ σαράουντ. Τους στραβοκοιτάξαμε.
Βρήκαμε ένα άνοιγμα, στήσαμε τη σκηνή, πρώτη θέση στο κύμα, εφτά μέτρα θα ‘τανε δε θα ‘τανε. Μαγιό, βουτιά. Πλίτσι-πλίτσι κι εμείς. Κάναμε τη βουτιά του ανέμελου, του κομάντο και του βοσκού. Τις καινούριες του ταρζάν, του φτερνιστή και του ινδιάνου. Ουδείς προβληματίστηκε.
Ο ήλιος είχε μόλις αυτοκτονήσει στον ορίζοντα. Μας έκοψε λόρδα κι έτσι βγάλαμε τα κριτσανάκια, βγάλαμε και το κόκκινο κρασί, βγάλαμε και το βρεγμένο μαγιό για να μη κρυώσουμε, φορέσαμε κάτι άλλο (για να μην παρεξηγιόμαστε) και αράξαμε στην άμμο. Τσιμπήσαμε λίγο και χαζέψαμε τη θάλασσα και τον κόσμο να κάνει μια από τα ίδια.
Δεν αργήσαμε να νιώσουμε μια έλλειψη και να κινήσουμε προς αναζήτηση ενός καλοκαιρινού μπαρ και μιας μπυρίτσας.
Το Γκόα βρίσκεται σε ένα απίστευτης ομορφιάς φυσικό τοπίο κι έτσι ήπιαμε εκεί μιας απίστευτης ομορφιάς δροσερή μπυρίτσα. «Τι μπυρίτστες έχεις;» ρωτήσαμε γνωρίζοντας την απάντηση. Μας γάζωσε με τα γνωστά, άμστελ, χάινεκεν, καρίμπ, μακφ…. Δεν αντέξαμε, την κόψαμε ακαριαία. «Φέρε δυο Άμστελ». Αφού Παουλάνερ γιοκ.
Η μουσική δεν ήτανε άσχημη. Παρ’ όλα αυτά δώσαμε στον τυπά το δισκάκι του Τόνι Άλλεν, μιας πρόσφατής μας ανακάλυψης με την οποία ζαλίζαμε τον κάθε καημένο που γνωρίζαμε. Λαλήσανε κάνα δυο τραγουδάκια του, για σιέστα. Άρχισε να έρχεται περισσότερος κόσμος και ένα μπίτι από τα ηχεία μας τρύπησε τα κρανία
Γρήγορα ξαναπεινάσαμε και φύγαμε. Μπαρ-Πιτσαρία στο διπλανό χωριό. Μια παρέα τα έπινε με τον μπάρμαν. Περίεργο αλλά πλέον δεν πολυπεινούσαμε. Καθίσαμε στο μπαρ, παραγγείλαμε πίτσι & μπυρίτσι, βαρελίσια, και στήσαμε αυτί. Η παρέα μιλούσε για τα -ίτσι. Πολλά -ίτσι στην περιοχή. Καλαμίτσι, Κριαρίτσι, Πλατανίτσι. Ψάχνανε και για άλλα. Μπήκαμε κι εμείς στην κουβέντα. Θυμηθήκαμε κάνα δυο κι από την υπόλοιπη Ελλάδα, Μεταγγίτσι κλπ, λέγαμε διάφορα και γελούσαμε, τότε ξαφνικά πετάχτηκε ένας κι είπε «ΚΟΡΙΤΣΙ», σκάσαμε στα γέλια, αμέσως μετά ένας που δεν είχε βγάλει άχνα όλη τη βραδιά μουρμούρισε «Γράμμος-Βίτσι», κάποιος πνίγηκε από τα γέλια, άλλος έφτυνε πίτσα, άλλος έκλαιγε, ένας παιδοβούβαλος χοροπήδαγε μανιασμένα, άλλος έπεσε κάτω και τσακίστηκε…
Τους αφήσαμε να ξερνογελάνε και φύγαμε. Φτάσαμε στο δικό μας Ίτσι, βγάλαμε το κρασί και ζήσαμε τις επόμενες στιγμές ακούγοντας μια ξενέρωτη παρέα Ισπανούς δίπλα να προσπαθούν να φτιάξουνε κέφι. Ο μπαγλαμάς της παρέας, ο μόνος αρσενικός, ήρθε και ζήτησε φωτιά, ανταλλάξαμε κάνα δυο κουβέντες, τον κεράσαμε κρασί και το μετανιώσαμε που δεν τον δηλητηριάσαμε. Υπάρχουνε και αχώνευτοι Ισπανοί τελικά.
Τελειώσαμε το κρασί, τελειώσαμε και κάμποσες μπύρες, κλείσαμε τα μάτια, το στόμα και το φερμουάρ του υπνόσακου και αποκοιμηθήκαμε. Έξω. Μόνο το φεγγάρι είχαμε αφήσει ανοιχτό.
Το πρωί δεν εμφανίστηκαν τελικά οι μπάτσοι. Τζάμπα είχαμε οι περισσότεροι βάλει ξυπνητήρια στις 7:30 για να μη μας πιάσουνε στον ύπνο.
Η θάλασσα ήτανε λάδι. Έξυσα την αξυρισιά μου, μασούλησα λίγο τα σάλια μου, ξεκόλλησα μισό μάτι από τις τσίμπλες, σύρθηκα στα τέσσερα για εφτά μέτρα μέχρι την ακροθαλασσιά και έκανα ένα απολαυστικό σπλατς!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου