Τα Συνπληντριάντα. Τα πρώτα άντα. Μια φορά, ανεπιστρεπτί, και για πάντα.
Η κόλαση της νεολαίας. Μια ηλικία σημαδούρα για τους Πάνω.
Έχεις τελειώσει με τις όμορφες και βασανιστικές σπουδές σου, έχεις κάνει και φανταράκι, έχεις μόλις ξεκινήσει την αναζήτηση του χαμένου δισκοπότηρου που λέγεται επαγγελματική αποκατάσταση. Δε γκρικ Ντριμ. Έχεις τόσα πτυχία στην τσέπη μαζί με μασημένες μπιγκμπάμπολ, άλλες τόσες ξένες γλώσσες κάτω από το μαξιλάρι, έντυπα-βεβαιώσεις που δε σε διαβεβαιώνουν για τίποτα. Αρχίζει το τρελό άγχος, σου πέφτουν τα μαλλιά, έσπασε το πρόσωπό σου, βγάζεις σπυριά και το ρίχνεις στο φαΐ γιατί δε σου έχει απομείνει και καμιά άλλη απόλαυση στη ζωή.
Οι σχέσεις σου με τους υπόλοιπους συνανθρώπους σου περιορίζονται σε έναν αγχωτικό φιλικό καφέ ή σε μακρόσυρτες συζητήσεις γύρω από «δουλειές». Δουλειές. Επιχειρηματικότητα για νέους. Ο χαρτοφύλακας, το κουστούμι, το γυαλί και το σκαρπίνι, με άτομα που τα έχεις ανάγκη για να βγάλεις πολύ και εύκολο χρήμα. «Οι καλές δουλειές κάνουν τους καλούς φίλους» είπε κάποιος, κάπου, κάποτε, και καθάρισε με σαρανταπεντάρι τη φιλία.
Δεν είσαι ποτέ ικανοποιημένος. Όσα κι αν βγάζεις, πάντα θα θέλεις όλο και περισσότερα. Τα χρειάζεσαι, βλέπεις. Πώς θα αποκτήσεις γρηγορότερη κούρσα; Μοτοσικλέτα; Σπίτι με θέα, άπλα, στο καλύτερο σημείο της πόλης και να μην του λείπει το παραμικρό; Εξοχικό; Σκάφος; Πώς θα γλεντάς οκτώ φορές τη βδομάδα; Πώς θα γυρίζεις τον κόσμο για ογδόντα χρόνια; Πώς θα αγοράζεις τόνους ρούχα και αξεσουάρ; Ε; Πώς;
Δε σου φτάνουν λοιπόν, θέλεις κι άλλα. Σε κάνανε να θέλεις κι άλλα. Δεν έμαθες ποτέ με τα λίγα. Ίσως ούτε κι από το σπίτι, σίγουρα όμως ούτε κι από την τιβή. Τα κωλόπαιδα του Μπέβερλι Χιλς και τα χτυποκάρδια τους, βλέπεις.
Η πίεση από τους Πάνω δε λέει να ξεφουσκώσει. Οι Πάνω έχουνε κάνει τα δικά τους σχέδια για σένα. Αποκατάσταση. Να σε αποκαταστήσουν. Αυτό είναι το σχέδιο. Τι κι αν εσύ έχεις άλλα πράγματα που κολυμπούν στο μυαλό σου, ως νέος ακόμη, σήμερα. Ο κανόνας λέει Δουλειά - Γυναίκα - Σπίτι - Παιδιά. Αυστηρώς με αυτήν τη σειρά. Τις πάπιες ταΐσαμε.
Οπότε κι εσένα τι σου μένει μέσα σ’ όλα αυτά να κάνεις;
Άγχος.
Τρέχεις, τρέχεις, τρέχεις. Πού θες να φτάσεις;
Πάρε μιαν ανάσα και χαμογέλα.
Είμαστε στην καλύτερη περίοδο της ζωής μας. Ας μην το ξεχνάμε αυτό. Κάνουμε αυτό που μας αρέσει. Ξεκινάμε από αυτό. Για πρώτη φορά βγάζουμε τα δικά μας χρήματα, πολλά ή λίγα δεν έχει σημασία. Είναι όμως όλα δικά μας. Μια περίοδος που δεν έχουμε άλλους να κουβαλάμε στην πλάτη σου. Παιδιά δεν έχουμε, σκυλιά έχω αποφασίσει να μην αποκτήσω ποτέ, οι γονείς μας δεν είναι ακόμη τόσο γέροι ώστε να μας χρειάζονται δίπλα τους συνέχεια. Κι είμαστε νέοι ακόμη, ότι κι αν μας λένε οι Πάνω.
Δεν έχουμε ανοίξει, ακόμη τουλάχιστον, επιχείρηση με το βαρύγδουπο όνομά μας, με όλους τους πονοκεφάλους που αυτό συνεπάγεται. Γιατί έτσι είναι, εξαγοράζεις ένα ταξίδι στο Ματσουπίτσου με αντάλλαγμα μια ντουζίνα πονοκεφάλους το μήνα. Δεν ξέρω αν το νόημα βρίσκεται στις ασπιρίνες.
Όχι, σίγουρα δε θέλω να τρέχω στα Ντουμπάγια. Δε θέλω να δουλεύω δεκατεσσεράμησι ώρες κι εφτά ημέρες, για να χουφτώνομαι τόσες χιλιάδες ευρώ, δε μου κάνει. Δε θέλω να μιζεριάσω. Γιατί αυτό θα πάθω. Δε θέλω να γίνω σκλάβος πολυτελείας. Καλά είμαι, δουλειά έχω, την έμαθα καλά και δικτυώθηκα. Καφέ πίνω και χαζεύω (σ)τη θάλασσα. Αυτοί είναι οι ρυθμοί της χώρας μας. Γι’ αυτό όμως είναι έτσι τα πράγματα εδώ. Σαπίλα κι ομορφιά μαζί. Ο καθένας ότι βλέπει. Ζω μόνο με τα όμορφα. Πειράζει;
Συγνώμη, αλλά είμαι καλά.
Ούτε και αδιαφορώ όμως για τη σαπίλα. Είμαι κάπως αισιόδοξος. Οι πενηνταφεύγα δεν είναι σαν κι εμάς. Δεν ταξίδεψαν τόσο, δεν είδαν τόσα. Δε νοιάστηκαν τόσο. Εμείς, οι Συνπληντριάντα, γυρίσαμε με φρέσκες ιδέες, με δίψα για το πράσινο και για άλλα χρώματα. Μόλις τώρα αρχίζουνε και γίνονται ωραία πράγματα. Κι είμαστε κι εμείς μέρος τους.
Και όχι, δε συμβιβάζομαι, αν έτσι σου φαίνεται. Μου αρέσει αυτό που έχω. Τα ζύγισα και διάλεξα. Εδώ και έτσι θέλω να ζήσω. Με τους φίλους μου, τους συγγενείς μου, τους ανθρώπους μου. Έχω κι εγώ τις φιλοδοξίες μου, τις δικές μου. Μη με κατηγορείτε όλοι εσείς που κάνετε άλλα, μεγάλα ίσως, όνειρα. Οι γονείς μας είχανε πολύ διαφορετικά, και ίσως μικρότερα, όνειρα και δες τι πολλά που καταφέρανε. Κάθε μέρα όμως κι από ένα βήμα. Και κάπου φτάσανε. Σάμπως δεν ήτανε συνέχεια ευτυχισμένοι; Ξέρανε τι θέλανε. Δεν τα θέλανε όλα. Κι όχι με τη μία. Ζούσανε με αυτά που είχανε. Ευτυχισμένοι. Με τα λίγα.
Δυστυχής; Μόνο αν μείνεις μόνος. Μη.
Θα παραμείνω ευτυχισμένος. Και νέος. Και χωρίς το άγχος να με τρώει. Μόνο αγάπη χρειάζεται και γι’ αυτήν κανείς πούστης δεν πρόκειται να μου ζητήσει χρήμα ή δόξα.
Η κόλαση της νεολαίας. Μια ηλικία σημαδούρα για τους Πάνω.
Έχεις τελειώσει με τις όμορφες και βασανιστικές σπουδές σου, έχεις κάνει και φανταράκι, έχεις μόλις ξεκινήσει την αναζήτηση του χαμένου δισκοπότηρου που λέγεται επαγγελματική αποκατάσταση. Δε γκρικ Ντριμ. Έχεις τόσα πτυχία στην τσέπη μαζί με μασημένες μπιγκμπάμπολ, άλλες τόσες ξένες γλώσσες κάτω από το μαξιλάρι, έντυπα-βεβαιώσεις που δε σε διαβεβαιώνουν για τίποτα. Αρχίζει το τρελό άγχος, σου πέφτουν τα μαλλιά, έσπασε το πρόσωπό σου, βγάζεις σπυριά και το ρίχνεις στο φαΐ γιατί δε σου έχει απομείνει και καμιά άλλη απόλαυση στη ζωή.
Οι σχέσεις σου με τους υπόλοιπους συνανθρώπους σου περιορίζονται σε έναν αγχωτικό φιλικό καφέ ή σε μακρόσυρτες συζητήσεις γύρω από «δουλειές». Δουλειές. Επιχειρηματικότητα για νέους. Ο χαρτοφύλακας, το κουστούμι, το γυαλί και το σκαρπίνι, με άτομα που τα έχεις ανάγκη για να βγάλεις πολύ και εύκολο χρήμα. «Οι καλές δουλειές κάνουν τους καλούς φίλους» είπε κάποιος, κάπου, κάποτε, και καθάρισε με σαρανταπεντάρι τη φιλία.
Δεν είσαι ποτέ ικανοποιημένος. Όσα κι αν βγάζεις, πάντα θα θέλεις όλο και περισσότερα. Τα χρειάζεσαι, βλέπεις. Πώς θα αποκτήσεις γρηγορότερη κούρσα; Μοτοσικλέτα; Σπίτι με θέα, άπλα, στο καλύτερο σημείο της πόλης και να μην του λείπει το παραμικρό; Εξοχικό; Σκάφος; Πώς θα γλεντάς οκτώ φορές τη βδομάδα; Πώς θα γυρίζεις τον κόσμο για ογδόντα χρόνια; Πώς θα αγοράζεις τόνους ρούχα και αξεσουάρ; Ε; Πώς;
Δε σου φτάνουν λοιπόν, θέλεις κι άλλα. Σε κάνανε να θέλεις κι άλλα. Δεν έμαθες ποτέ με τα λίγα. Ίσως ούτε κι από το σπίτι, σίγουρα όμως ούτε κι από την τιβή. Τα κωλόπαιδα του Μπέβερλι Χιλς και τα χτυποκάρδια τους, βλέπεις.
Η πίεση από τους Πάνω δε λέει να ξεφουσκώσει. Οι Πάνω έχουνε κάνει τα δικά τους σχέδια για σένα. Αποκατάσταση. Να σε αποκαταστήσουν. Αυτό είναι το σχέδιο. Τι κι αν εσύ έχεις άλλα πράγματα που κολυμπούν στο μυαλό σου, ως νέος ακόμη, σήμερα. Ο κανόνας λέει Δουλειά - Γυναίκα - Σπίτι - Παιδιά. Αυστηρώς με αυτήν τη σειρά. Τις πάπιες ταΐσαμε.
Οπότε κι εσένα τι σου μένει μέσα σ’ όλα αυτά να κάνεις;
Άγχος.
Τρέχεις, τρέχεις, τρέχεις. Πού θες να φτάσεις;
Πάρε μιαν ανάσα και χαμογέλα.
Είμαστε στην καλύτερη περίοδο της ζωής μας. Ας μην το ξεχνάμε αυτό. Κάνουμε αυτό που μας αρέσει. Ξεκινάμε από αυτό. Για πρώτη φορά βγάζουμε τα δικά μας χρήματα, πολλά ή λίγα δεν έχει σημασία. Είναι όμως όλα δικά μας. Μια περίοδος που δεν έχουμε άλλους να κουβαλάμε στην πλάτη σου. Παιδιά δεν έχουμε, σκυλιά έχω αποφασίσει να μην αποκτήσω ποτέ, οι γονείς μας δεν είναι ακόμη τόσο γέροι ώστε να μας χρειάζονται δίπλα τους συνέχεια. Κι είμαστε νέοι ακόμη, ότι κι αν μας λένε οι Πάνω.
Δεν έχουμε ανοίξει, ακόμη τουλάχιστον, επιχείρηση με το βαρύγδουπο όνομά μας, με όλους τους πονοκεφάλους που αυτό συνεπάγεται. Γιατί έτσι είναι, εξαγοράζεις ένα ταξίδι στο Ματσουπίτσου με αντάλλαγμα μια ντουζίνα πονοκεφάλους το μήνα. Δεν ξέρω αν το νόημα βρίσκεται στις ασπιρίνες.
Όχι, σίγουρα δε θέλω να τρέχω στα Ντουμπάγια. Δε θέλω να δουλεύω δεκατεσσεράμησι ώρες κι εφτά ημέρες, για να χουφτώνομαι τόσες χιλιάδες ευρώ, δε μου κάνει. Δε θέλω να μιζεριάσω. Γιατί αυτό θα πάθω. Δε θέλω να γίνω σκλάβος πολυτελείας. Καλά είμαι, δουλειά έχω, την έμαθα καλά και δικτυώθηκα. Καφέ πίνω και χαζεύω (σ)τη θάλασσα. Αυτοί είναι οι ρυθμοί της χώρας μας. Γι’ αυτό όμως είναι έτσι τα πράγματα εδώ. Σαπίλα κι ομορφιά μαζί. Ο καθένας ότι βλέπει. Ζω μόνο με τα όμορφα. Πειράζει;
Συγνώμη, αλλά είμαι καλά.
Ούτε και αδιαφορώ όμως για τη σαπίλα. Είμαι κάπως αισιόδοξος. Οι πενηνταφεύγα δεν είναι σαν κι εμάς. Δεν ταξίδεψαν τόσο, δεν είδαν τόσα. Δε νοιάστηκαν τόσο. Εμείς, οι Συνπληντριάντα, γυρίσαμε με φρέσκες ιδέες, με δίψα για το πράσινο και για άλλα χρώματα. Μόλις τώρα αρχίζουνε και γίνονται ωραία πράγματα. Κι είμαστε κι εμείς μέρος τους.
Και όχι, δε συμβιβάζομαι, αν έτσι σου φαίνεται. Μου αρέσει αυτό που έχω. Τα ζύγισα και διάλεξα. Εδώ και έτσι θέλω να ζήσω. Με τους φίλους μου, τους συγγενείς μου, τους ανθρώπους μου. Έχω κι εγώ τις φιλοδοξίες μου, τις δικές μου. Μη με κατηγορείτε όλοι εσείς που κάνετε άλλα, μεγάλα ίσως, όνειρα. Οι γονείς μας είχανε πολύ διαφορετικά, και ίσως μικρότερα, όνειρα και δες τι πολλά που καταφέρανε. Κάθε μέρα όμως κι από ένα βήμα. Και κάπου φτάσανε. Σάμπως δεν ήτανε συνέχεια ευτυχισμένοι; Ξέρανε τι θέλανε. Δεν τα θέλανε όλα. Κι όχι με τη μία. Ζούσανε με αυτά που είχανε. Ευτυχισμένοι. Με τα λίγα.
Δυστυχής; Μόνο αν μείνεις μόνος. Μη.
Θα παραμείνω ευτυχισμένος. Και νέος. Και χωρίς το άγχος να με τρώει. Μόνο αγάπη χρειάζεται και γι’ αυτήν κανείς πούστης δεν πρόκειται να μου ζητήσει χρήμα ή δόξα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου