Δευτέρα 16 Μαρτίου 2009

ΔΩΔΕΚΑ ΠΡΑΣΙΝΑ ΑΝΘΡΩΠΑΚΙΑ

μπαίνουνε στο χορό...

Φτάσαμε Κυριακή. Πρωί. Με το τρένο. Κοντά μια ντουζίνα πράσινα ανθρωπάκια. Παραμεθόριος. Πρώτη μετάθεση. Σχεδόν αρχές καλοκαιριού όμως κάτι μου έλεγε πως ένας δύσκολος χειμώνας μόλις ξεκίναγε.
Όταν πριν από δυο βδομάδες βγήκανε οι μεταθέσεις άρχισε να χτυπάει το καμπανάκι για εμάς. Τα χειρότερα μας περίμεναν εκεί που θα πηγαίναμε. Στο Τάγμα στους Σφενδόνες της Βορείου Ελλάδας. Πολλοί είχανε πάει εκεί, λίγοι όμως είχανε επιστρέψει για να διηγηθούν τι έζησαν. Κάποιοι από αυτούς τους ρωμαλέους ήρωες βρέθηκαν στο Κέντρο μαζί μας και μας τα μαρτύρησαν όλα. Και πάνω απ’ όλα για τον φοβερό και τρομερό διοικητή του τάγματος, τον γνωστό και μη εξαιρετέο Καίτη!
Οι τρομακτικές φήμες για τη ζωή και το έργο του εκεί ερχόντουσαν σε αντίθεση με το γυναικείο επώνυμό του και, ομολογώ πως αυτό μου δημιουργούσε πανικό. Το ζουμί όμως βρισκότανε στις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες. Τί για τιμωρίες και πολλά ΦΙ μας έλεγαν, τί για προβλεπέ και επιθεωρήσεις, τί για ασκήσεις, σκηνάκια και πορείες, τί για φωνές και για δύσκολες υπηρεσίες. Τί για κάμψεις, τί για οπλοασκήσεις, τί για τσάμικα στην αναφορά, τί για επιθεώρηση καθαρού εσώρουχου. Όλοι εκεί χορεύανε στους ρυθμούς του Δίκα.
Οι βετεράνοι γελούσανε. Φυσικά. Είχανε πάει ταξίδι στην Κόλαση και επέστρεψαν. Πώς να μη γελάνε. Εμάς τους άμοιρους όμως κανείς δε μας λογάριαζε.

Το ότι μπήκαμε Κυριακή μας καθησύχαζε κάπως. Η καναδέζα πέρασε την πύλη και εισχωρήσαμε βαθιά μέσα στο άντρο του Καίτη. Πηδήσαμε έξω από το σαράβαλο και βρήκαμε έναν παλιό να μας περιμένει με ανυπομονησία.
Παλιός, ο. Ένας όρος στο στρατό που σου φέρνει δέος.
Χμ, ώστε έτσι μοιάζει ένας παλιός. Πρώτη μας φορά βλέπαμε έναν. Τον περιεργαστήκαμε με την άκρη των ματιών μας. Τον μυρίσαμε διακριτικά, τον αγγίξαμε ανεπαίσθητα. Μετά από δυο λεπτά βγάλαμε το συμπέρασμά μας. Δεν έδειχνε και τόσο τρομακτικός. Μετά από άλλα δυο λεπτά βγάλαμε πιο καθαρό συμπέρασμα. Μας κοιτούσε σαν φοβισμένος. Ήτανε φοβισμένος. Από κάτι. Μας ανησύχησε κάπως αυτό.
Μιλούσε ψιθυριστά. Δεν έλεγε πολλά. Κοιτούσε μια εμάς και μια τριγύρω. Αρχίσαμε κι εμείς να κοιτάμε τριγύρω ψάχνοντας για τον οχτρό. Τα μάτια του ανέκφραστα. Λιγάκι χλωμός. Αδύνατος και αδύναμος. Αχαμόγελος. Κοιταχτήκαμε με περιέργεια.
Μας μάζεψε και μας οδήγησε βιαστικά στους λόχους. Εκεί μας περίμενε άλλη μια χούφτα παλιοί. Όλοι τους χλωμοί και ταλαιπωρημένοι. Κανείς τους δεν περπάταγε, όλοι τους σερνόντουσαν. Μας πλησίασαν με κινήσεις γυμνοσάλιαγκα. Δεν έδειχναν διόλου απειλητικοί. Νιώθαμε σαν γκρουπ αμερικανοί τουρίστες περιτριγυρισμένοι από αποχαυνωμένους κι άκακους ιθαγενείς στη ζούγκλα του Αμαζονίου.
Μπορεί και να ήτανε κάπως έτσι.

Ένας ταλαίπωρος παλιός μάζεψε όση δύναμη του είχε απομείνει, μας κοίταξε με σοβαρότητα και είπε με τρεμάμενη φωνή:
«Ο Καίτης. Είναι εδώ».
Δυο Πομάκοι παλιοί έβγαλαν ένα υπόκωφο ωχαμαναμάν.
Έτσι εξηγούνται όλα. Είχε έρθει το σκυλί κυριακάτικα στο στρατόπεδο για να μας υποδεχτεί. Θα περνούσαμε από αιφνιδιαστική συνέντευξη. Μας περίμενε στο διοικητήριο. Ακόμη δεν είχαμε πατήσει το πόδι μας στο στρατόπεδο και θα αρχίζαμε τα τσάμικα.
Δεν υπήρχε χρόνος για χάσιμο. Γρήγορα. Οι φιλήσυχοι και αρκούντως φιλόξενοι παλιοί μας είπανε τα πάντα, όσο εμείς μπαίναμε για άλλη μια φορά στις πράσινες σκλαβοστολές μας. Πώς να χαιρετήσουμε, τι μπορεί να μας ρώταγε, πως θα έπρεπε να απαντήσουμε, με τι ρυθμό του αρέσει να αναπνέουμε ή κάθε πότε να ανοιγοκλείνουμε τα μάτια μας, τί το ένα, πώς το άλλο… Αν λέγαμε κάτι λάθος θα μας έβαζε τις φωνές, μπορεί να τρώγαμε κι από κανένα καλοψημένο ΦΙ.
Κι αν, για κακή μας τύχη, είχε ξυπνήσει από ένα άσχημο σαββατόβραδο, μπορεί και να μας έτρωγε όλους για πρωινό.

Ντυθήκαμε πανικόβλητοι, μπήκαμε στη σειρά, ένας παλιός χρίστηκε επικεφαλής και μας οδήγησε με βήμα στο λημέρι του Δίκα. Μας πάρκαρε έξω από το γραφείο του κατά μήκος του διαδρόμου, οι μισοί δεξιά, οι άλλοι μισοί αριστερά. Έπειτα άνοιξε την πόρτα με τη λέξη ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ γραμμένη επάνω, την έκλεισε και άρχισε τα γκαπαγκούπα κλπ του τυπικού στρατιωτικού χαιρετισμού. Είπε κάτι, άκουσε κάτι, ξανάριξε μια σειρά γκουπαγκάπα, του αποχαιρετισμού, βγήκε, έκλεισε την πόρτα πίσω του και απομακρύνθηκε κατάχλωμος και φρεσκοϊδρωμένος. Μόνο μια ματιά είχε προλάβει να μας ρίξει σιγομουρμουρίζοντας:
«Έρχεται. Φυλαχτείτε!».
Ξεροκατάπια. Μερικά ίδια γλουπ ακούστηκαν κι από τους υπόλοιπους. Παράλληλα ξεκίνησαν να παίζουν τρία κουαρτέτα κρουστών με όργανα τους κτύπους της καρδιά από μια ντουζίνα πράσινα ανθρωπάκια. Είχανε σπάσει και οι τελευταίοι των πιο ψύχραιμων.
Πέρασαν πέντε λεπτά. Τίποτα. Ησυχία.
Πέρασαν άλλα πέντε λεπτά. Τίποτα. Ησυχία.
Πέντε ακόμη. Τίποτα. Ησυχία.
Η θέση μας χειροτέρευε. Αυτή η αναμονή! Σε κάνει κομμάτια. Τα είχαμε γεμίσει τα παντελόνια. Άλλος κροτάλιζε τα δόντια του, άλλος κοιτούσε προς τα κάτω τα γόνατά του να χορεύουν, άλλος προς τα πάνω και προσευχόταν, άλλος ήτανε έτοιμος να βάλει τα κλάματα, άλλος μούσκεμα στον ιδρώτα, άλλος χλωμός, άλλος ήδη πεθαμένος. Είχα σχηματίσει μια εικόνα του θηρίου στο μυαλό μου και προσπαθούσα να μετρήσω πόσα κεφάλια είχε.

Και τότε η πόρτα άνοιξε, απότομα, και λίγο μετά έκανε τη θριαμβευτική εμφάνισή του. Το «λίγο μετά» ήταν επιμελώς σκηνοθετημένο. Αρχίσαμε τα γκαπαγκούπα. Σείστηκε το κτίριο, εκείνος όχι. Έπειτα πατήσαμε το pause, έχοντας από ένα μπαστούνι αλφαδιά στον οισοφάγο μας. Πέρασε με αργό βηματισμό από μπροστά μας, στρέφοντας διαρκώς το κεφάλι δεξιά-αριστερά. Τα χέρια πίσω από την πλάτη σαν καραβανάς στρατιωτικός. Σαν. Φορούσε μπλουτζίν και πουλοβεράκι. Μας κάρφωσε όλους στον τοίχο χρησιμοποιώντας για μπετονόκαρφα το βλέμμα του και για σφυρί ένα σφυρί. Ήτανε λες κι αμφέβαλε για το αν ήμασταν άνθρωποι, αμοιβάδες ή κάτι άλλο.
Βλέμμα βλοσυρό. Το ένα του μάτι πιο ανοιχτό από το άλλο. Έδειχνε τρελός. Έμοιαζε και λίγο με αντικοινωνικό χασάπη που κόβει σπάλα και δεν έχει και πολλά κέφια να σε εξυπηρετήσει. Τα μαλλιά του ημιχτενισμένα - ημιανάκατα. Ο λαιμός εκτεταμένος μπροστά, όσο δεν πάει άλλο, για να μπορεί να μας παρατηρεί καλύτερα. Δεν έβγαλε κουβέντα. Μας παρατηρούσε όμως καλά. Τα χείλη του και τα δόντια του τόσο σφιχτά που έλεγες θα σπάσουν. Το στόμα του στραβωμένο, τα φρύδια πυκνά και στραβωμένα. Έδειχνε γενικά στραβωμένος. Πώς να μη είναι άλλωστε, αφού εξαιτίας μας είχε χάσει το κυριακάτικο πρωινό του.
Αφού τελείωσε με το κάρφωμα χάθηκε στο βάθος του διαδρόμου σε μια μικρή πορτούλα. WC την έλεγαν.
Ξεφύγανε κάποια ουφ.
Η πόρτα WC θα άνοιγε ξανά σε λίγο, όχι για να βγει έξω το θηρίο, αλλά για να εκσφενδονίσει ένα μπουκαλάκι νερό ΑΥΡΑ, μαζί με μια σειρά από εύηχες βρισιές για κάποιον παλιό. Οι βρισιές περάσανε ξυστά από τα πρόσωπά μας, δε σκαλώσανε ευτυχώς σε κανένα αξύριστο μάγουλο, και πήγαν και καρφώθηκαν στην άλλη άκρη του διαδρόμου, σε ένα δωματιάκι από το οποίο βγήκε σα βρεγμένη γάτα ο παλιός. Ο καφετζής του διοικητηρίου. Το ΑΥΡΑ έσκασε στο πόδι μου, έσκυψα να το σηκώσω, άκουσα μια σειρά από αργκχ, μη, γκρμφφφαρχχχχ, γιαργκχμφ, όχι εσύ ρεγκρρρρρρρ, έφτασε τρέχοντας ο καφετζής, έσκυψε, το πήρε και το σήκωσε. Πριν τον πάρει και τον σηκώσει.
Βάρεσε μια προσοχή, άκουσε μερικές χριστοπαναγίες με προσοχή και έφυγε τρέχοντας για κάπου μακριά.
Ο Δίκας είχε ούτως ή άλλως νεύρα. Όμως τώρα ο ηλίθιος ο καφετζής τα είχε κάνει μούσκεμα. Κοιτάξαμε λοξά όλοι τον Δίκα.
Ξαναπέρασε από μπροστά μας χωρίς να μας ρίξει ούτε μια ματιά, χώθηκε μέσα στο γραφείο του και γκάριξε ένα «να περάσει ο πρώτος» και ο πρώτος για το εκτελεστικό απόσπασμα χαιρέτησε για στερνή φορά φίλους κι αδερφούς, μπήκε στη φωλιά του θηρίου με ψηλά το κεφάλι και έκλεισε την πόρτα πίσω του.
Ήμουν αυτός. Ο πρώτος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου