Αύγουστος. 2008 μ.χ.. Αιγαίο. Ζέστη. Όχι αποπνικτική. Με το κορίτσι αγκαλιά. Διακοπές.
Ο Αίολος χουρχούριζε βαθιά, έχοντας για μαξιλάρι τους ασκούς του. Η άμμος κατάλευκη, τα νερά κρυστάλλινα, η τυρκουαζότητα άγγιζε το ανώτατο όριο 5 της κλίμακας μέτρησης ΤΥΡ (μια ιδιότητα του χρώματος, και γενικότερα της υφής, του θαλάσσιου νερού που είχε ανακαλυφθεί τυχαία τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς από μια παρέα νεαρών επιστημόνων στη Χαλκιδική Θεσσαλονίκης.)
Βρισκόμαστε στο Μουλαρονήσι, στο τροπικό άκρο της χώρας. Μικρό και ακατοίκητο, γύρω-γύρω άμμος και στη μέση μια φούντα από κέδρα, ένα φαγοποτάδικο και ένα μπαρ παραλίας. Τίποτα άλλο.
Φτάσαμε με το πρώτο πρωινό πλοιάριο. Ήμασταν οι πρώτοι, μαζί με άλλους τρακόσιους ενοχλητικούς. Έγινε η απόβαση και η ηρεμία του νησιού πήγε περίπατο. Κάθε λογής ανθρωπάκια τριγύρω αρχίσανε να φωνάζουνε, να γελάνε, να βγάζουν εκατομμύρια φωτογραφίες, να τρέχουνε δεξιά κι αριστερά να προλάβουνε πρώτοι τις πολυζήτητες ξαπλώστρες και ομπρέλες.
Ένας γέρο-ναυαγός, χωρίς δόντια, με μούσια ασπροκίτρινα, ηλιοκαμένος και ηλιοτζατζεμένος, με κρεμαντζούρια στα χέρια, στο λαιμό, στα αυτιά, παντού, έδειχνε το σωστό δρόμο σε εμάς τα τουριστάκια.
«Από δω, από δω για την Γουάιτ Μπητζ. Όχι από κει, μαντάμ, από δω!» φώναζε και μας έδειχνε το μονοπάτι ανάμεσα από το κεδρόδασος Οι περισσότεροι πήγαμε από κει. Οι υπόλοιποι που πήρανε το λάθος δρόμο δε θα έφταναν ποτέ να μας πούνε τι είδαν.
Γουάιτ Μπητζ. Η Λευκή, για αυτούς που αγαπάνε ακόμη τη γλώσσα μας.
Χωρίς άγχος και βιασύνη, βρήκαμε εύκολα κι εμείς μια τελευταία ομπρέλα, ίσα-ίσα για να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες μας σε σκιά. Αράξαμε λίγο μέχρι να εγκλιματιστούμε και μετά μπλουμ! Για δυο ώρες ήσανε όλα τέλεια.
Μετά από δυο ώρες κατέφτασε και το δεύτερο πλοιάριο με τις υπόλοιπες ορδές των βαρβάρων, εξοπλισμένες με τα απαραίτητα για τη πολύβουη μάχη. Κουβαδάκια, μάσκες, βατραχοπέδιλα, μπρατσάκια, σκατόμωρα που τσιρίζανε, ρακέτες-ρουκέτες, μπάλες και μπαλάκια, φρίσμπια, σταυρόλεξα, φουσκωτά στρώματα, γυμνασμένα και γυαλισμένα και ξυρισμένα κορμιά, αντηλιακά.
Προσπαθούσανε να τα χαλάσουν όλα. Προσπαθούσαμε να μη δίνουμε σημασία.
Μουλιάσαμε στο μπλουμ! για όλη σχεδόν την ημέρα και ερωτευτήκαμε κάτω από τον ήλιο.
Απογευμάτιασε και αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για πίσω. Τότε είναι που χτύπησε το τηλέφωνο.
Ο Γαμπρός. «Μην κουνηθείτε» μας είπε, «ερχόμαστε».
Ναι, αλλά… «Δεν έχει αλλά. Δεν έχετε να πάτε πουθενά. Ερχόμαστε».
Ερχόντουσαν με δικό τους σκάφος, για το μπάτσελορ του Γαμπρού, λέει πως μπορεί να κοιμηθούμε κι εκεί, σε σκηνές, δεν ξέρει, θα δείξει, ας φτάσουνε και βλέπουμε. Να μη φύγουμε σε καμία περίπτωση.
Καλά.
Εμείς, πάντως, όλο κι όλο μια πετσέτα είχαμε.
«Μην ανησυχείτε ρε, έρχεται ο Γαμπρός» μας καθησύχασε κι εμείς σταματήσαμε έτσι να ανησυχούμε.
Έφτασαν σούζα. Στο σκάφος ήσανε έξι άτομα, ο γαμπρός, ο κουμπάρος, ένα ζευγάρι, και δυο 50φεύγα κύριοι, οι οποίοι αποδείχτηκαν αρκετά πιο «φεύγα» από εμάς τους συν-πλην-τριάντα.
Κατέβηκαν. Μας έλουσε κρύος ιδρώτας. Ούτε πράγματα, ούτε σκηνές, ούτε σλίπινγκ μπανγκ - τι αστεία λέξη!, ας τα λέμε υπνόσακους – τίποτα δεν είχανε. Μόνο τα κορμιά τους και τα μαγιό τους. Δείξαμε σε γαμπρό και κουμπάρο την ανησυχία μας και εκείνοι μας απάντησαν με ένα ζευγάρι αστραφτερά χαμόγελα.
Ο κόσμος είχε αραιώσει. Είχανε μείνει οι μισοί μόνο βάρβαροι, οι «του δεύτερου πλοίου». Κάναμε μερικά μπλουμ! ακόμη. Οι «του δεύτερου πλοίου» ξεκουμπίστηκαν με κρότο και φασαρία.
Είχαμε μείνει μόνοι στο νησί, μαζί με δυο τρεις ακόμη παρέες. Πήγαμε στο σχεδόν άδειο bitch bar και ήπιαμε από μια κρύα bitch μπυρίτσα. Ήπιαμε από άλλες δύο και μετά παίξαμε bitch volley. Χάσαμε. Συνεχίσαμε να πίνουμε για να ξεχάσουμε.
Είχαμε ξεχάσει την ώρα που πέρασε, τον αγέρα που σηκώθηκε, τις σκηνές που δεν είχαμε, τους υπνόσακους που θέλαμε, την πείνα μας, τον κόσμο που μας είχε αφήσει μόνους, τα ξωτικά τριγύρω μας!
Τα ξωτικά!
Χωρίς να το πάρουμε χαμπάρι, βρεθήκαμε περιτριγυρισμένοι από μια διακριτική και αλλόκοτη παρέα. Ρακένδυτοι τύποι, με κλαπατσίμπαλα, ρούχα ανάλαφρα, ξυπόλυτοι, αξύριστοι και αχτένιστοι και ακούρευτοι, με καπέλα και κρεμαντζούρια, όπως ο γέρο-ναυαγός που συναντήσαμε το πρωί, είχανε εμφανιστεί από το πουθενά. Με το που έφυγαν οι βάρβαροι, οι μόνιμοι αυτοί κάτοικοι της νήσου ξεπρόβαλαν μέσα από τους αμμόλοφους, κάτω από όγκους άμμου, μέσα από τα κέδρα, από τον βυθό της θάλασσας, πέφτανε από τον ουρανό με αλεξίπτωτα-καπέλα, βγαίνανε από παντού, ήτανε λες και τους γεννούσε η ίδια η γη. Είχε γεμίσει ο τόπος από δαύτους. Συζητούσαν, έπαιζαν, έπιναν, κάπνιζαν πίπες, γελούσαν, γλεντούσαν, χόρευαν. Στην αρχή δε μας έδιναν και πολύ σημασία. Κάποιοι από αυτούς μας πλησίασαν και καθίσανε στην παρέα μας. Δεν μας πείραξαν, ένας από αυτούς ήτανε φίλος του Γαμπρού.
Τα πλάσματα αυτά δεν αγαπούσανε τους τουρίστες. Πώς να τους αγαπούν άλλωστε. Αυτοί εξαφάνισαν όλα τα κοχύλια, κατέστρεψαν τα περισσότερα κέδρα, κι όλα αυτά για ένα σουβενίρ. Φύτεψαν αποτσίγαρα σε όλη την αμμουδιά, βρώμισαν το κεδρόδασος, διατάραξαν το οικοσύστημα, έδιωξαν τα ξωτικά, δεν άφησαν τίποτα όρθιο.
Είχε αρχινήσει να σουρουπώνει και, μέσα σε χαχανητά, μας πήρανε μαζί τους στη φωλιά του δάσους.
Μας ρώτησαν αν είχαμε πράγματα μαζί μας.
Κουνήσαμε, με λίγη ντροπή, αρνητικά το κεφάλι.
Ο Γαμπρός γελούσε σε μια γωνιά. Εκείνος γνώριζε.
Μας αγκάλιασαν και μας έδειξαν τη φιλοξενία τους. Έφεραν για κάθε ζευγάρι από μια σκηνή ιγκλού, έναν υπνόσακο, ένα χαρτί υγείας, ένα μπουκάλι νερό. Επιπλέον, ένα μπουκάλι νερό για κάθε κοπέλα, για να ξεβγάλει το αλάτι από το κορμί της. Μιλάμε για οργάνωση.
Μας έδειξαν το λημέρι τους, το σαλονάκι τους, προφυλαγμένο με κέδρα από τους ανέμους και τον πρωινό ήλιο. Μας έδειξαν τη φυσική τουαλέτα τους, τα καταλύματά τους, τους διαδρόμους, τις βεράντες, τα παρατηρητήρια, τις γειτονιές τους. Κάποιοι από αυτούς είχανε καμιά δεκαριά ημέρες εκεί, άλλοι δυο μήνες, άλλοι μια ζωή. Κουβεντιάσαμε κάμποσο, πεινάσαμε και φύγαμε για το φαγάδικο. Φάγαμε, ήπιαμε, κρασί, τσικουδιά, πολλούς άσπρους πάτους (κούπες!), γελάσαμε, μεθύσαμε. Γυρίσαμε και κοιμηθήκαμε σαν τα πουλάκια. Ονειρεύτηκα τους τουρίστες που είχανε πάρει το λάθος δρόμο το πρωί και χάθηκαν για πάντα.
Δεν ξαναείδαμε τα ξωτικά. Το άλλο πρωί όλα είχανε εξανεμιστεί. Ούτε σκηνές, ούτε σαλονάκι, ούτε καν οι ίδιοι. Μόνο άμμος και κέδρα και το μοναχικό σφύριγμα του αγέρα να υπογραμμίζει τον ήλιο. Μπορεί και να μην υπήρξανε ποτέ, μπορεί όλα να ήταν ένα όνειρο.
Ήπιαμε έναν ήσυχο καφέ στο μπαρ-παραλίας. Δεν μιλούσαμε και πολύ, μοναχά χαζεύαμε αγκαλιασμένοι τη θάλασσα και τον Αίολο που τη θέριζε. Ήρθε ένα πλοιάριο, ξαμόλησε ένα γκρουπ βαρβάρων και πήρε πίσω εμάς και τη γλυκιά ανάμνηση της περασμένης νύχτας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου