Τρίτη 24 Μαρτίου 2009

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ "ΚΑ.ΣΕ.ΡΙ."

λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί κι η μάνα το ζηλεύει

Τελευταίες ώρες στο Άμστερνταμ, τελευταίες εικόνες, τελευταίες γεύσεις.
Ξεκίνησα την ημέρα μου με τον γνωστό πρόλογο. Σε εκείνο το μαγαζάκι με τα αλλαντικά και τα τυριά. Αυτός ήτανε άλλωστε κι ένας από τους λόγους που βρισκόμουν σε τούτην τη χώρα.
Τα τυριά.
Σκέφτηκα πως όταν γεράσω, κι άμα δε θα ‘χω κάποιον να με προσέχει, δε θέλω να με βάλουνε σε γηροκομείο. Με τίποτα. Σε τυροκομείο να με πάνε.
Πήρα τρία ψωμάκια, μικρά, πέντε φέτες κασέρι γκούντα ολντ, μεγάλες σα σεντόνι, ένα ντόπιο ξινόγαλο, κι εγκατέλειψα τον τυροπαράδεισο προς αναζήτηση μια όμορφης γωνιάς για να πάρω το πρωινό μου.
Έπεσα πάνω σε ένα κανάλι μικρό και ήσυχο, μακριά από την, ανύπαρκτη ούτως ή άλλως, βαβούρα της πόλης. Εκεί με περίμενε καρτερικά ένα φιλόξενο κι άνετο παγκάκι, το πλησίασα, συστηθήκαμε και του φορτώθηκα. Άνοιξα με μανία το χαρτί με τις φέτες κασέρι, τα σάλια μου σχηματίζανε έναν μικρό καταρράκτη δίπλα στο πιγούνι. Έσκισα το ένα ψωμάκι στα δύο χρησιμοποιώντας τα δάχτυλά μου, έχωσα μέσα το λαχταριστό κίτρινο και πλησίασα το όλο πακέτο στο στόμα μου. Δάγκωσα την πρώτη.

Λίγο παραδίπλα πετούσε ένα γλαροπούλι, αμέριμνο, μας πήρε μυρωδιά εμένα και τα κασέρια μου, έφερε μια σβούρα αναγνωριστική και γρήγορα μας εγκατέλειψε. Δεν έδωσα πολλή σημασία και συνέχισα τη μάσα.
Άλλη μια μπουκιά, και λίγα ψίχουλα πέσανε κάτω.
Λόγω βαρύτητας.
Άλλα δυο γλαροπούλια κι ένα χαζοπούλι κατέφτασαν.
Λόγω τροφής.
Βούτηξαν ίσια πάνω στα ψίχουλα.
Λόγω πείνας.
Τους πέταξα άλλο ένα κομματάκι ψωμί παραπέρα.
Λόγω φιλανθρωπικού χαρακτήρα.
Το έπιασε στον αέρα ένα από δαύτα.
Χάριν εντυπωσιασμού. Αν κρίνω από την αριστοτεχνική πιρουέτα που έκανε, μάλλον του τσίρκου θα ‘τανε.
Τρίτη μπουκιά κι ετούτη τη φορά ένα κομματάκι κασέρι πέφτει κάτω.
Νιώθω βέβηλος.
Το τι επακολούθησε δεν περιγράφεται, γι’ αυτό και δε θα το περιγράψω.
Τέσσερις γλάροι, τρία σπουργιτάκια, κάνα εφτά περιστέρια και κάτι άλλα χαζά μικρά τόσο δα, που δε γνωρίζω τι μάρκα ήτανε, έδωσαν σκληρή αλλά σύντομη μάχη για την απόκτηση του θησαυρού. Κρωξίματα, πούπουλα στον αέρα και μερικά μαδημένα πουλάκια είναι ο απολογισμός.
Κέρδισε ο πιο μάγκας, απογειώθηκαν πάλι και συνέχισαν να φέρνουνε σβούρες πάνω από το κεφάλι μου. Υπομονετικά. Ένιωθα να παρακολουθούμαι. Τα κοιτούσα ανήσυχος. Πετούσαν ανήσυχα. Φοβόμουνα να κάνω την επόμενη μπουκιά. Φοβόμουν ότι θα δεχτώ επίθεση. Άρχισα να ανασκουμπώνομαι.
Δεν είχα άλλη όρεξη να τα ταΐσω. Σε λίγο δε θα είχα όρεξη ούτε να φάω.

Κοίταξα δίπλα μου, με την άκρη του ματιού μου. Ένα ενοχλητικό, μικρό πουλάκι είχε ανέβει στο παγκάκι και, με πλησίαζε με μικρά βήματα. Πλαγιαστά. Του είχανε αναθέσει, δίχως άλλο, κάποιου είδους μυστική κι επικίνδυνη αποστολή. Φορούσε κατασκοπική καμπαρντίνα και ψεύτικο μουστάκι. Ινκόγκνιτο. Νόμιζε ότι δε θα το πάρω χαμπάρι.
Γύρισα το κεφάλι απότομα προς το μέρος του και το αγριοκοίταξα. Αυτό σκιάχτηκε στην αρχή, αλλά αποδείχτηκε καλά εκπαιδευμένο και συνέχισε το ρόλο του παριστάνοντας τον περαστικό, σφυρίζοντας δεξιά κι αριστερά και χαζεύοντας προς τον ουρανό.
Όση ώρα ασχολιόμουνα με δαύτο, ένα σπουργίτι ανέβηκε κρυφά στο παγκάκι μου από την άλλη μεριά και, εκμεταλλευόμενο τον αντιπερισπασμό του φίλου του, προσπάθησε να με αιφνιδιάσει. Μιλάμε για θράσος! Πίσω μου τέσσερα άλλα χαζοπούλια βρισκόντουσαν σε ετοιμότητα για παν ενδεχόμενο.
Τους μοίρασα μερικά ξουτ! και πέσανε όλα τους κάτω από το παγκάκι. Δυο γλάροι αξιωματικοί εποπτεύανε την όλη επιχείρηση από απόσταση ασφαλείας.
Είχε αποτύχει παταγωδώς.
Μέσα σε δέκα λεπτά είχανε μαζευτεί γύρω μου πάνω από τριακόσια πτηνά, κάθε μάρκας και κυβικών. Στο βάθος, μακριά στο κανάλι, δεν έβλεπες άλλα πουλιά. Πουθενά. Όλα τα πετούμενα της πόλης στριφογυρνούσανε τώρα πάνω από το κεφάλι μου.
Σηκώθηκα να φύγω. Σηκώθηκαν κι αυτά να με ξεπροβοδίσουν. Άρχισα να απομακρύνομαι από το παγκάκι, όχι όμως κι από τους διώκτες μου. Με ακολουθούσαν. Άνοιξα το βήμα μου, πιο ταχύ, πιο γρήγορο, σχεδόν έτρεχα. Αυτά εκεί, ξωπίσω μου. Έτρεχα ακόμη πιο γρήγορα τώρα. Διένυσα κάνα δυο χιλιόμετρα έτσι.
Περνούσανε ποδηλάτες και με κοιτούσανε περίεργα, μαμάδες με τα παιδάκια τους, όλοι εμένα έδειχναν, εμένα και το ζωντανό σύννεφο από πάνω μου.
Βαρέθηκα. Κουράστηκα. Λαχάνιασα. Πεινούσα. Δεν άντεχα άλλο. Φτάνει. Θα φάω. Στα γρήγορα. Κι ότι γίνει. Αναθεματισμένα πουλάκια. Φτάνει. Σας βαρέθηκα.

Κάθισα σε ένα πεζούλι, κανάλι μπροστά μου ξανά, και άρχισα να τρώω σαν κυνηγημένος. Είχα συμβιβαστεί με την ιδέα. Τα μάτια μου έπαιζαν δεξιά κι αριστερά. Ο εχθρός παραμόνευε. Εγώ συνέχισα γρήγορα το φαστφούντ μου.
Τα μικρά πουλάκια είχανε αποθρασυνθεί τελείως. Πραγματικά, δε νιώθανε. Ένα είχε τώρα ανέβει στο γόνατό μου, κάνα δυο στους ώμους και στο κεφάλι μου, ένα τρίτο μασουλούσε το μανίκι μου που είχε βουτήξει κατά λάθος στο ξινόγαλο. Οι γλάροι φέρνανε βόλτες ανήσυχοι και σκεπτικοί μπροστά στα πόδια μου, με στραβοκοιτάζανε πού και πού, κάποιοι άλλοι σε σχηματισμό στον ουρανό για τον εναέριο αποκλεισμό μου. Τα σπουργητάκια είχανε στοιχηθεί αυστηρά επάνω στο κάγκελο απέναντί μου σαν το εκτελεστικό απόσπασμα και με κοιτούσανε με βλέμμα παγερό.
Ξεροκατάπια.
Ένα πλωτό αμστερνταμιανό λεωφορείο διέσχιζε το κανάλι κατά μήκος. Κουβάλαγε ως συνήθως ένα μάτσο βαρεμένους τουρίστες. Ένας ξερακιανός ξεναγός τους έδειχνε τα αξιοθέατα του Άμστερνταμ, έδειξε και προς το μέρος μου. Σαράντα κινεζάκια μου χαμογελούσαν. Έτσι έμοιαζαν, δηλαδή. Χωρίς να χάσουνε χρόνο σαράντα μάτια κλείσανε συντονισμένα, σαράντα φλας αστράψανε, σαράντα κλικ ακούστηκαν και σαράντα φωτογραφικές μηχανές πυροβόλησαν τον ταλαιπωρημένο και κατσουφιασμένο γητευτή των πουλιών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου