Ανεβήκαμε τα σκαλιά και μπήκαμε στο αεροσκάφος. Στην είσοδο μας υποδέχτηκαν τρεις χαμογελαστές λευκές οδοντοστοιχίες. Οι δυο πρώτες είχανε γύρω τους κι από μια κορνίζα κόκκινο κραγιόν. Η τρίτη ανήκε σε έναν κουστουμάτο με χρυσά κουμπιά που περνούσε άνετα για πιλότος. Ανταλλάξαμε καλημέρες και τους προσπεράσαμε.
Ρίξαμε μια τελευταία κλεφτή ματιά στα αποκόμματα από τις κάρτες επιβίβασης για να σιγουρευτούμε για το σωστό αριθμό της θέσης μας, παρ’ ότι τον είχαμε ήδη αποστηθίσει. Στρογγυλοκαθίσαμε τελικά στο βάθος του διαδρόμου, ένα βήμα πριν από την κουρτίνα με το συμπαθέστατο καροτσάκι με τα φαγιά.
Ρώτησα τον παππού αν ήτανε άνετο το κάθισμά του. Μου έγνεψε. Βούτηξα μια πορτοκαλάδα από το καροτσάκι και του την έδωσα. Δε μιλούσε, φαινότανε όμως πολύ χαρούμενος που ξανανέβαινε σε αερόπλανο. Πρώτη και τελευταία του φορά ήτανε πριν από καμιά πενηνταριά χρόνια, το μαύρο ’49. Πάν’ εκείνα, τώρα θα πετούσε με τις ασφαλείς Παναθηναϊκές Αερογραμμές. Γελούσαν και τ’ αυτιά του. Ήπιε μια γουλιά από την πορτοκαλάδα και έψαξε τριγύρω και για κανένα πατατάκι.
Πέρασε κάμποση ώρα μέχρι να φέρουν και τους τελευταίους καθυστερημένους, να τους αδειάσουνε στις κενές θέσεις και να σφραγίσουν επιτέλους την είσοδο.
Αμέσως πήρε το μικρόφωνο εκείνος ο κουστουμάτος κύριος με τα χρυσά κουμπιά που έμοιαζε με πιλότο, συστήθηκε ως «ο κυβερνήτης μας» και μας ζήτησε ευγενικά να βγάλουμε όλοι το σκασμό. Εν συνεχεία ξαμόλησε δυο-τρεις κραγιονιοφόρες υπηρέτριες για να μας δέσουνε στις θέσεις μας, μην τυχόν και κάποιος αποπειραθεί να το σκάσει. Μας αφαιρέσανε όλα μας τα προσωπικά αντικείμενα και τα κρύψανε στα ντουλαπάκια τους. Ισιώσανε και όλα τα καθίσματα μήπως και αποκοιμηθεί κανείς κατά την ώρα του μαθήματος. Ένιωθα ότι μας είχανε βάλει τιμωρία.
Ακολούθησε σύντομο μάθημα αντιμετώπισης κρίσης πανικού, σε περίπτωση που μας ενημέρωναν ότι μας τελείωσαν τα καύσιμα.
Τελείωσε το μάθημα κι όλοι προσευχηθήκαμε να μη χρειαστεί να δώσουμε εκείνη τη μέρα εξετάσεις.
Πολύ όμορφα. Ήμασταν έτοιμοι να αφήσουμε το έδαφος.
Οι αεροϋπηρέτριες έτρεχαν πάνω-κάτω για τις τελευταίες ετοιμασίες, ο κουστουμάτος με τα κουμπιά χάθηκε από τα μάτια μας γιατί είχε δουλειά, έβαλε μπρος τη μίζα, οι τουρμπίνες τέθηκαν σε λειτουργία κι όλα έδειχναν φυσιολογικά.
Κι ενώ όλοι μας περιμέναμε να πιάσουμε τον ανήφορο, το σκάφος σιώπησε ξαφνικά, οι υπηρέτριες πετάχτηκαν από τις θέσεις τους σα σούστες, ο δε πιλότος άνοιξε την πόρτα και βγήκε τρέχοντας έξω. Έξω από το σκάφος.
Κοιταχτήκαμε μεταξύ μας με απορία. Κανείς δεν καταλάβαινε το παραμικρό.
Μείναμε άλλα δέκα λεπτά έτσι. Απορημένοι.
Δέκα λεπτά μετά και τότε ξανάνοιξε η εξώπορτα κι άρχισε πάλι η δράση. Εμφανίστηκε πρώτα ο πιλότος, κι από πίσω του ένας ακόμη υπεύθυνος του αεροδρομίου, δυο νέες αεροϋπηρέτριες, δυο σεκιουριτάνθρωποι, τέσσερις νταγλαράδες των Ειδικών Δυνάμεων του αεροδρομίου, ένας άσχετος της Δημοτικής Αστυνομίας, ένας της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, τρία σκυλιά, τέσσερις μύγες, ένας παπάς κι ένας και μοναδικός του Εφντιάι.
Μπήκανε φουριόζοι, τρέχανε κατά μήκος του διαδρόμου, φοβηθήκαμε για τα χειρότερα, τους κοιτάξαμε, αυτοί δεν κοιτούσανε κανέναν παρά μόνο τρέχανε κατά μήκος του διαδρόμου και πλησίαζαν προς το τέλος του, όπου καθόμασταν μόνο εμείς οι δυο.
Προσπέρασαν προς έκπληξη όλων έναν μουσουλμάνο που έκοβε από το άγχος του τα νύχια του με τα δόντια. Δυο Αλβανούς που έψαχναν αγχωμένοι τα χαρτιά τους για να αποδείξουν την αθωότητά τους. Έναν κύριο με γραβάτα, μουστάκι και χαρτοφύλακα που έκανε τικ-τακ - ο χαρτοφύλακας έκανε τικ-τακ, λόγω του ωρολογιακού μηχανισμού του ξυπνητηριού. Ένα πανκ ζευγάρι εικοσάρηδων που έκαναν τους κοιμισμένους. Δυο εβραίους ραβίνους παπάδες. Έναν νεαρό ποδηλάτη. Μια ινδιάνα μαμά χωρίς το τόξο της με το κινεζάκι μωρό της. Δυο ακόμη νέγρους, χωρίς αντιγραμμένα σιντί και ντιβιντί στα χέρια. Κι ένα σωρό άλλους τέτοιους.
Δε σταμάτησαν όμως μπροστά σε κανέναν από αυτούς τους «ύποπτους» φιλήσυχους πολίτες. Οι εντολές ήτανε άλλες.
Έφτασαν σε μας. Το κουαρτέτο των Ειδικών Δυνάμεων εμφάνισε κάτω από τις μασχάλες του τα αυτόματα πολυβόλα όπλα και τα κόλλησε λίγο πάνω από το αυτί μας
Οι σεκιουρητάνθρωποι μας γράπωσαν σφιχτά από το λαιμό μήπως και κάνουμε καμιά παλαβομάρα.
Οι δυο αεροϋπηρετριούλες μας προσέφεραν από ένα ποτήρι περιέ γιατί ίσως και να ήτανε το τελευταίο μας.
Ο παπάς περίμενε καρτερικά να μας διαβάσει.
Τα σκυλιά παίζανε με τις μύγες.
Ο της Δημοτικής Αστυνομίας, ως συνήθως, δεν έκανε απολύτως τίποτα.
Ο της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης γκρίνιαζε για την ανοχή της κυβέρνησης στα τρομοκρατικά χτυπήματα.
Ο πιλότος μας έδειχνε με το δάχτυλό του κι έλεγε «αυτοί είναι».
Ο υπεύθυνος του αεροδρομίου κουνούσε το κεφάλι πάνω κάτω κρατώντας ένα μάτσο χαρτιά και συμφωνούσε Αυτοίαυτοίαυτοίαυτοί!
Ο Εφντιάι απλά παραμέρισε τους υπόλοιπους και πλησίασε με ύφος ψύχραιμο. Με αυτό το παχύ μουστάκι μου θύμιζε φώκια. Κάπνιζε μια πίπα. Απαγορεύεται στο αεροπλάνο, αλλά αυτός δε μασούσε από τέτοια αφού ήτανε ο σκληροτράχηλος Εφντιάι. Η μπεζ καπαρντίνα του ανέμιζε, παρ’ ότι μέσα στο αεροπλάνο δε φύσαγε, μόνο και μόνο για να προσδώσει στη στιγμή ένα χρώμα πιο δραματικό και λίγο νουάρ. Φορούσε καπελάκι ντεντεκτιβίστικο, έξυνε το μούσι του και μας περιεργαζόταν.
Σα να είχε σκοτεινιάσει μέσα στο αεροπλάνο.
«Πως λέγεστε, κύριε;» ρώτησε τον παππού.
«Σωτήρης Τουκής. Του Μνησικλέως».
«Κι εσύ» ρώτησε κι εμένα λες κι ήμουν ένα τίποτα.
Του είπα μια από τα ίδια.
«Ε… Σωτήρης Τουκής…. του… Μνησικλέως»
Σιωπή. Ζήτησε ταυτότητες και του τις δώσαμε. Κι άλλη σιωπή, χειρότερη. Ο Εφντιάι έβγαλε το καπελάκι του για να ξύσει γραφικά την καράφλα του.
«Και… τον κύριο, τον γνωρίζεις;» ρώτησε δείχνοντας τον παππού.
«Ναι. Παππούς μου είναι».
Εκείνη τη στιγμή πρέπει να τους έκανα να νιώσουνε τελείως ηλίθιοι.
Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Οι κάνες των όπλων κατέβηκαν. Ο Εφντιάι κάπνιζε από το κακό του και πνίγηκε στον καπνό του και κατάπιε τον πνιγμό του.
Είχε ρεζιλευτεί για τα καλά. Είχε κάνει τόσο δρόμο, ταξίδευε όλο το βράδυ με το προσωπικό τζετ του πρωθυπουργού από την μακρινή Αφρική. Είχε πληροφορίες ότι ο πιο διάσημος επικηρυγμένος τρομοκράτης της υφηλίου θα ήτανε επιβιβασμένος σε αυτήν την πτήση. Είχε μάλιστα κλείσει και δυο εισιτήρια με το ίδιο όνομα. Κάτι πολύ σκοτεινό πρέπει να σκάρωνε. Αυτή ήτανε η ευκαιρία του να τον πιάσει και να γίνει με τη σειρά του διάσημος.
Τα είχε κάνει, όμως, θάλασσα. Ρεζιλίκι σκέτο.
«Δύο διαφορετικοί είναι, τελικά» μουρμούρισε, έριξε μια υπερηχητική σφαλιάρα στον υπεύθυνο του αεροδρομίου που στέκονταν δίπλα του, έσπρωξε τους ένστολους με τα αυτόματα και αποβιβάστηκε από το αεροπλάνο όλος ντροπή.
Ρίξαμε μια τελευταία κλεφτή ματιά στα αποκόμματα από τις κάρτες επιβίβασης για να σιγουρευτούμε για το σωστό αριθμό της θέσης μας, παρ’ ότι τον είχαμε ήδη αποστηθίσει. Στρογγυλοκαθίσαμε τελικά στο βάθος του διαδρόμου, ένα βήμα πριν από την κουρτίνα με το συμπαθέστατο καροτσάκι με τα φαγιά.
Ρώτησα τον παππού αν ήτανε άνετο το κάθισμά του. Μου έγνεψε. Βούτηξα μια πορτοκαλάδα από το καροτσάκι και του την έδωσα. Δε μιλούσε, φαινότανε όμως πολύ χαρούμενος που ξανανέβαινε σε αερόπλανο. Πρώτη και τελευταία του φορά ήτανε πριν από καμιά πενηνταριά χρόνια, το μαύρο ’49. Πάν’ εκείνα, τώρα θα πετούσε με τις ασφαλείς Παναθηναϊκές Αερογραμμές. Γελούσαν και τ’ αυτιά του. Ήπιε μια γουλιά από την πορτοκαλάδα και έψαξε τριγύρω και για κανένα πατατάκι.
Πέρασε κάμποση ώρα μέχρι να φέρουν και τους τελευταίους καθυστερημένους, να τους αδειάσουνε στις κενές θέσεις και να σφραγίσουν επιτέλους την είσοδο.
Αμέσως πήρε το μικρόφωνο εκείνος ο κουστουμάτος κύριος με τα χρυσά κουμπιά που έμοιαζε με πιλότο, συστήθηκε ως «ο κυβερνήτης μας» και μας ζήτησε ευγενικά να βγάλουμε όλοι το σκασμό. Εν συνεχεία ξαμόλησε δυο-τρεις κραγιονιοφόρες υπηρέτριες για να μας δέσουνε στις θέσεις μας, μην τυχόν και κάποιος αποπειραθεί να το σκάσει. Μας αφαιρέσανε όλα μας τα προσωπικά αντικείμενα και τα κρύψανε στα ντουλαπάκια τους. Ισιώσανε και όλα τα καθίσματα μήπως και αποκοιμηθεί κανείς κατά την ώρα του μαθήματος. Ένιωθα ότι μας είχανε βάλει τιμωρία.
Ακολούθησε σύντομο μάθημα αντιμετώπισης κρίσης πανικού, σε περίπτωση που μας ενημέρωναν ότι μας τελείωσαν τα καύσιμα.
Τελείωσε το μάθημα κι όλοι προσευχηθήκαμε να μη χρειαστεί να δώσουμε εκείνη τη μέρα εξετάσεις.
Πολύ όμορφα. Ήμασταν έτοιμοι να αφήσουμε το έδαφος.
Οι αεροϋπηρέτριες έτρεχαν πάνω-κάτω για τις τελευταίες ετοιμασίες, ο κουστουμάτος με τα κουμπιά χάθηκε από τα μάτια μας γιατί είχε δουλειά, έβαλε μπρος τη μίζα, οι τουρμπίνες τέθηκαν σε λειτουργία κι όλα έδειχναν φυσιολογικά.
Κι ενώ όλοι μας περιμέναμε να πιάσουμε τον ανήφορο, το σκάφος σιώπησε ξαφνικά, οι υπηρέτριες πετάχτηκαν από τις θέσεις τους σα σούστες, ο δε πιλότος άνοιξε την πόρτα και βγήκε τρέχοντας έξω. Έξω από το σκάφος.
Κοιταχτήκαμε μεταξύ μας με απορία. Κανείς δεν καταλάβαινε το παραμικρό.
Μείναμε άλλα δέκα λεπτά έτσι. Απορημένοι.
Δέκα λεπτά μετά και τότε ξανάνοιξε η εξώπορτα κι άρχισε πάλι η δράση. Εμφανίστηκε πρώτα ο πιλότος, κι από πίσω του ένας ακόμη υπεύθυνος του αεροδρομίου, δυο νέες αεροϋπηρέτριες, δυο σεκιουριτάνθρωποι, τέσσερις νταγλαράδες των Ειδικών Δυνάμεων του αεροδρομίου, ένας άσχετος της Δημοτικής Αστυνομίας, ένας της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, τρία σκυλιά, τέσσερις μύγες, ένας παπάς κι ένας και μοναδικός του Εφντιάι.
Μπήκανε φουριόζοι, τρέχανε κατά μήκος του διαδρόμου, φοβηθήκαμε για τα χειρότερα, τους κοιτάξαμε, αυτοί δεν κοιτούσανε κανέναν παρά μόνο τρέχανε κατά μήκος του διαδρόμου και πλησίαζαν προς το τέλος του, όπου καθόμασταν μόνο εμείς οι δυο.
Προσπέρασαν προς έκπληξη όλων έναν μουσουλμάνο που έκοβε από το άγχος του τα νύχια του με τα δόντια. Δυο Αλβανούς που έψαχναν αγχωμένοι τα χαρτιά τους για να αποδείξουν την αθωότητά τους. Έναν κύριο με γραβάτα, μουστάκι και χαρτοφύλακα που έκανε τικ-τακ - ο χαρτοφύλακας έκανε τικ-τακ, λόγω του ωρολογιακού μηχανισμού του ξυπνητηριού. Ένα πανκ ζευγάρι εικοσάρηδων που έκαναν τους κοιμισμένους. Δυο εβραίους ραβίνους παπάδες. Έναν νεαρό ποδηλάτη. Μια ινδιάνα μαμά χωρίς το τόξο της με το κινεζάκι μωρό της. Δυο ακόμη νέγρους, χωρίς αντιγραμμένα σιντί και ντιβιντί στα χέρια. Κι ένα σωρό άλλους τέτοιους.
Δε σταμάτησαν όμως μπροστά σε κανέναν από αυτούς τους «ύποπτους» φιλήσυχους πολίτες. Οι εντολές ήτανε άλλες.
Έφτασαν σε μας. Το κουαρτέτο των Ειδικών Δυνάμεων εμφάνισε κάτω από τις μασχάλες του τα αυτόματα πολυβόλα όπλα και τα κόλλησε λίγο πάνω από το αυτί μας
Οι σεκιουρητάνθρωποι μας γράπωσαν σφιχτά από το λαιμό μήπως και κάνουμε καμιά παλαβομάρα.
Οι δυο αεροϋπηρετριούλες μας προσέφεραν από ένα ποτήρι περιέ γιατί ίσως και να ήτανε το τελευταίο μας.
Ο παπάς περίμενε καρτερικά να μας διαβάσει.
Τα σκυλιά παίζανε με τις μύγες.
Ο της Δημοτικής Αστυνομίας, ως συνήθως, δεν έκανε απολύτως τίποτα.
Ο της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης γκρίνιαζε για την ανοχή της κυβέρνησης στα τρομοκρατικά χτυπήματα.
Ο πιλότος μας έδειχνε με το δάχτυλό του κι έλεγε «αυτοί είναι».
Ο υπεύθυνος του αεροδρομίου κουνούσε το κεφάλι πάνω κάτω κρατώντας ένα μάτσο χαρτιά και συμφωνούσε Αυτοίαυτοίαυτοίαυτοί!
Ο Εφντιάι απλά παραμέρισε τους υπόλοιπους και πλησίασε με ύφος ψύχραιμο. Με αυτό το παχύ μουστάκι μου θύμιζε φώκια. Κάπνιζε μια πίπα. Απαγορεύεται στο αεροπλάνο, αλλά αυτός δε μασούσε από τέτοια αφού ήτανε ο σκληροτράχηλος Εφντιάι. Η μπεζ καπαρντίνα του ανέμιζε, παρ’ ότι μέσα στο αεροπλάνο δε φύσαγε, μόνο και μόνο για να προσδώσει στη στιγμή ένα χρώμα πιο δραματικό και λίγο νουάρ. Φορούσε καπελάκι ντεντεκτιβίστικο, έξυνε το μούσι του και μας περιεργαζόταν.
Σα να είχε σκοτεινιάσει μέσα στο αεροπλάνο.
«Πως λέγεστε, κύριε;» ρώτησε τον παππού.
«Σωτήρης Τουκής. Του Μνησικλέως».
«Κι εσύ» ρώτησε κι εμένα λες κι ήμουν ένα τίποτα.
Του είπα μια από τα ίδια.
«Ε… Σωτήρης Τουκής…. του… Μνησικλέως»
Σιωπή. Ζήτησε ταυτότητες και του τις δώσαμε. Κι άλλη σιωπή, χειρότερη. Ο Εφντιάι έβγαλε το καπελάκι του για να ξύσει γραφικά την καράφλα του.
«Και… τον κύριο, τον γνωρίζεις;» ρώτησε δείχνοντας τον παππού.
«Ναι. Παππούς μου είναι».
Εκείνη τη στιγμή πρέπει να τους έκανα να νιώσουνε τελείως ηλίθιοι.
Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Οι κάνες των όπλων κατέβηκαν. Ο Εφντιάι κάπνιζε από το κακό του και πνίγηκε στον καπνό του και κατάπιε τον πνιγμό του.
Είχε ρεζιλευτεί για τα καλά. Είχε κάνει τόσο δρόμο, ταξίδευε όλο το βράδυ με το προσωπικό τζετ του πρωθυπουργού από την μακρινή Αφρική. Είχε πληροφορίες ότι ο πιο διάσημος επικηρυγμένος τρομοκράτης της υφηλίου θα ήτανε επιβιβασμένος σε αυτήν την πτήση. Είχε μάλιστα κλείσει και δυο εισιτήρια με το ίδιο όνομα. Κάτι πολύ σκοτεινό πρέπει να σκάρωνε. Αυτή ήτανε η ευκαιρία του να τον πιάσει και να γίνει με τη σειρά του διάσημος.
Τα είχε κάνει, όμως, θάλασσα. Ρεζιλίκι σκέτο.
«Δύο διαφορετικοί είναι, τελικά» μουρμούρισε, έριξε μια υπερηχητική σφαλιάρα στον υπεύθυνο του αεροδρομίου που στέκονταν δίπλα του, έσπρωξε τους ένστολους με τα αυτόματα και αποβιβάστηκε από το αεροπλάνο όλος ντροπή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου