Δευτέρα 2 Μαρτίου 2009

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ (ΤΥΠΟΥ) ΜΕ ΔΥΟ ΤΥΠΟΥΣ


μια σχεδόν αληθινή ιστορία...

Χτυπούσα τα πλήκτρα του υπολογιστή με βαριεστιμάρα. Δεν υπήρχε και πολλή δουλειά εκείνο το απόγευμα στα γραφεία της εταιρίας DIVIDE όπου και εργαζόμουν. Δεν υπήρχε πολλή δουλειά εδώ και αρκετό καιρό, για την ακρίβεια από εκείνον τον Μάρτη της περασμένης χρονιάς που χτύπησα την πόρτα τους και ξεκίνησα τη συνεργασία μου μαζί τους.
Από τα ηχεία ακουγότανε κάποιος νέγρος τζαζίστας να ταλαιπωρεί ένα γλυκύτατο σαξόφωνο και να σπέρνει τους ήχους του στο μοντέρνο και λιτό περιβάλλον του γραφείου. Μπορεί και να μην κολλούσε πολύ με τη διάθεση, όμως αυτά ήτανε τα γούστα του «Ρόμπα» και έπρεπε να τα ανεχτούμε.
Παρ’ όλη την γκρίνια, οφείλω να παραδεχτώ ότι η μουσική σε γενικές γραμμές ήτανε τουλάχιστον εξαιρετική.
Χτύπησε το τηλέφωνό. Το κινητό μου. Νούμερο, άγνωστο. Το σήκωσα.
«Παρακαλώ;», είπα ευγενέστατα. Από την άλλη άκρη της γραμμής ακούστηκε μια φωνή ανδρική.
«Ο κύριος Μπελογιάννης;»
«Ναι, είμαι ο κύριος Μπελογιάννης» απάντησα και απόρησα με την προσφώνηση «κύριος» που είχα επαναλάβει μηχανικά σαν παπαγάλος. Μου ξέφυγε κι ένα χαμόγελο αποδοκιμασίας και αηδίας για τη λέξη που χρησιμοποίησα για τον εαυτό μου.
«Σας τηλεφωνώ εκ μέρους της κατασκευαστικής εταιρίας ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΜΗΧΑΪΛΙΔΗΣ, λάβαμε το βιογραφικό σας και…».
Ωραία. Είχε λίγες μέρες που το είχα στείλει, είχα πληροφορηθεί από τη φίλη μου την Ευτέρπη, η οποία με τη σειρά της το έμαθε από κάποιον φίλο της που δούλευε εκεί, ότι η συγκεκριμένη εταιρία χρειαζότανε έναν αρχιτέκτονα με τα Χ προσόντα. Ένας τέτοιος αρχιτέκτονας με τα Χ προσόντα λοιπόν ήμουνα κι εγώ.
Κανονίσαμε το ραντεβού μας για την επόμενη, στις 18:30.
«Θα περάσετε από μια συνέντευξη με τον κύριο Βαγγελάκη, ο οποίος είμαι ΕΓΩ, και με κάποιο ανώτερο στέλεχος της εταιρίας» συμπλήρωσε ο κύριος Βαγγελάκης, “κύριος” πλέον, και πάλι κάτι με έκανε να χαμογελάσω, μάλλον όχι από συμπάθεια.
Χαίρετε. Καλό απόγευμα.
Κλικ.

Την επόμενη μέρα, 18:27:36 ακριβώς, περνούσα την πύλη του άντρου του κολοσσού που ονομάζεται ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΜΗΧΑΪΛΙΔΗΣ. Χαιρέτησα και συστήθηκα, μου είπανε να περιμένω στο σαλονάκι ώσπου να έρθει ο κύριος Βαγγελάκης.
Είχα ρίξει μια ματιά στην ιστιοσελίδα του στο διαδίκτυο, κάτι λίγα θλιβερά μου είχε πει και ο καλός μου φίλος ο κυρ-Γιάγκος γι’ αυτούς. Δεν με διέψευσαν. Η διακόσμηση της υποδοχής, όπως και τα έργα τους που ήτανε διάσπαρτα σε κάδρα, ήτανε όλα σε στυλ κίονας-αέτωμα-ζωοφόρος της κακιάς ώρας. Τα έριξα μια γρήγορη ματιά, γύρω στα δυο με τρία δευτερόλεπτα και έστρεψα αμέσως το βλέμμα μου αλλού. Σχεδόν ζητώντας βοήθεια.
Πέρασαν λίγα λεπτά.
Ένας ψηλός ευτραφής νεαρός, όχι πάνω από τριαντατριών (οκτανίων;), με γυαλιά και κατακόκκινα μάγουλα και πουκάμισο και γραβάτα εμφανίστηκε ξαφνικά από το υπόγειο. Μου συστήθηκε ως ο γνωστός και μη εξαιρετέος «κύριος Βαγγελάκης», κάναμε χειραψία, όχι κι από τις καλύτερες, και μου πρότεινε:
«Πάμε επάνω;»
Ανεβαίνοντας τη σκάλα-κλιμακοστάσιο μου έκανε μια ερώτηση-κατάφαση τύπου «Είσαι φίλος της Ευτέρπης(;)», σπάζοντας ακαριαία τον προαπαιτούμενο πάγο και δείχνοντας μια αρκετά εσκεμμένη φιλική διάθεση. Φτάσαμε σε ένα μικρό γραφείο με έναν υπολογιστή, καθίσαμε, «περιμένουμε τον κύριο Τουρμπάνη για να ξεκινήσουμε» μου εκμυστηρεύτηκε και όλα έδειχναν ότι υπήρχε κάτι που θα ξεκινούσε, κάτι που περιμέναμε να ξεκινήσει αλλά δεν είχε ξεκινήσει ακόμη.
Είπαμε δυο κουβέντες που μάλλον ήτανε αέρας κοπανιστός και να που εμφανίστηκε κι ο κύριος Τουρμπάνης, γύρω στα 50, μουσάτος, σακάκι, κοντός. Του έδωσα το χέρι, μου πρότεινε και το δικό του κάνοντάς μου μια χειραψία που δεν ήτανε ούτε αέρας, καθίσαμε και «ξεκινήσαμε».
Αρχίσαμε να συζητάμε για τις μελέτες που έχω κάνει μόνος μου, που φυσικά δεν υπήρχαν έως εκείνη τη στιγμή, οπότε και τελικά δε συζητήσαμε καθόλου για τις μελέτες που έχω κάνει μόνος μου. Μιλήσαμε όμως για άλλα ωραία πράματα περί αρχιτεκτονικής. Ο πρώτος αυτός γύρος κράτησε 0 λεπτά και 37 δεύτερα και διεξήχθη καθαρά μεταξύ εμού και του κυρίου Τουρμπάνη. Ο άλλος δεν είχε αρθρώσει κουβέντα, παρ’ ότι καθώς μιλούσα τους κοιτούσα και τους δυο στα μάτια, εναλλάξ. Έβγαλα το συμπέρασμα ότι ο κύριος Τουρμπάνης ήτανε μάλλον ο αρχιτέκτονας της παρέας μας, ενώ ο «φίλος» ήτανε απλά τουρίστας και είχε έρθει για ψαροτούφεκο.
Συνεχίσαμε κάπως διαφορετικά.
Ήτανε λες και κάποιος τους είχε πατήσει το κουμπί. Δυστυχώς όχι εκείνο το κόκκινο της αυτοκαταστροφής, ούτε το άλλο που έκανε σάλτα ο ΚΙΤ. Μάλλον το κουμπί με το οποίο παίρνει μπρος ένας αποχυμωτής. Αρχίσανε να στριφογυρνάνε προσπαθώντας να με πολτοποιήσουν.
Τα υπόλοιπα πέντε τέταρτα της ώρας που με κράτησαν εκεί σε ομηρία δεν μιλήσαμε καθόλου για αρχιτεκτονική-κατασκευές-σχεδιασμό και άλλες τέτοιες αηδίες που αφορούν τη δουλειά. Με πήρε μονότερμα ο τουρίστας.
Θυμήθηκα την πρώτη ημέρα στα ελληνικά στρατά, όπου μας περάσανε από ψυχολόγο και με ρωτούσε χαμογελαστά αν έχω κοπέλα και αν τα πάμε καλά και αν ήθελα να αυτοκτονήσω και άλλα τέτοια ευχάριστα. Μια ριπή με διαπέρασε. Ο κύριος Βαγγελάκης από δω και στο εξής θα διατηρεί ένα μειδίαμα, ένα γελάκι που δε θα εξελιχθεί ποτέ σε κάτι πιο πλατύ. Θα μείνει έτσι και θα με κοιτάει μισοχαμογελώντας σαν να έχει απέναντί του έναν τρελό, έναν ποντικό πειραματόζωο ή ποιος ξέρει τι.
Μιλούσα πλέον σε ρομπότ.
«Σου αρέσει να συνεργάζεσαι με άλλους;» ήχησε η ερώτηση στα αυτιά μου και έκανε αντίλαλο μέσα στο κεφάλι μου. «Όταν δουλεύεις σε μια ομάδα έρχεσαι συχνά σε αντιπαράθεση μαζί τους;». «Αν για παράδειγμα ο κύριος Τουρμπάνης από εδώ σου φωνάξει, πως θα αντιδράσεις;». «Δεν θα του απαντήσεις με έντονο ύφος;». «Αν πιστεύεις ότι έχεις δίκιο;».
Συνήθως τους έλεγα αυτά που ήθελαν να ακούσουν. Μου έλεγαν πάντα το αντίθετο. Είχα μπλέξει με τρελούς.
«Άρα θα το κρατήσεις μέσα σου και θα το πνίξεις και θα τα μαζεύεις λίγα-λίγα κάθε μέρα μέχρι να μπουκώσεις και….» έλεγε διάφορα τέτοια παίζοντας δίχως αμφιβολία το δικηγόρο του Διαβόλου.
Βαριόμουνα αφάνταστα πολύ.
Και ήμασταν ακόμη στην αρχή.
Μερικές φορές απαντούσα, αφήνοντάς μου την εντύπωση ότι με ρώτησαν «τι ώρα ήταν» και είχα μόλις απαντήσει «Οκτώβρης».
Ψυχραιμία.
Το πήγαμε ακόμη πιο μακριά όμως.
«Δηλαδή, εγώ που φοράω γραβάτα και πουκάμισο, είμαι σοβαρός;» έφτυσε τις λέξεις και συνέχιζε να με κοιτάει με εκείνο το μειδίαμα που πλέον είχε αρχίσει να γίνεται κάτι μεταξύ ενοχλητικού-σπαστικού και αστείου-γελοίου.
«Φυσικά και όχι» απάντησα, αντί του πιο ήπιου «όχι απαραίτητα». «Τα ράσα δεν κάνουν τον παπά», είπα. Να που φτάσαμε και στις εξυπνάδες.
«Ναι, αλλά οι παπάδες φοράνε ράσα». Αφού θες παιχνίδι, πάρε.
«Ναι, οι παπάδες φοράνε όλοι ράσα, αλλά όσοι φοράνε ράσα δεν είναι όλοι παπάδες» είπα και ένιωσα παράλληλα το ίδιο έξυπνος όσο και βλαξ.
Πλέον για κάθε ερώτηση τους είχα και από μια απάντηση. Τα ήθελε ο κώλος τους. Είχα χαλαρώσει και είχα πλέον αρχίσει να το διασκεδάζω με τη γελοιότητα της όλης φάσης. Δεν με ένοιαζε.

Η έκρηξη ήρθε αμέσως μετά, όταν η συζήτηση επέστρεψε στα περί ομάδας, ομαδικότητας, και πως συμπεριφέρεσαι μέσα σε ένα team.
«Όλα καλά με αυτά, έχεις όμως δουλέψει ποτέ σου μέσα σε μια ομάδα για να γνωρίζεις με σιγουριά τις αντιδράσεις σου;». Τους είπα πως ναι.
«Αφού δεν έχεις εργαστεί αλλού, μας είπες».
Αναφέρθηκα στο πανεπιστήμιο. Δεν έδειξαν να τους αρκεί.
Επιτέθηκαν ξανά.
Και ξανά, και ξανά.
Ακολουθούσαν το πλάνο τους κατά γράμμα. Προσπαθούσαν να με βγάλουν τρελό, ψεύτη, να με εξουδετερώσουν, να κλονίσουν το νευρικό μου σύστημα, να με φτάσουνε στα άκρα και να τους επιτεθώ με το κουτάλι του καφέ που βάσταγα και να με κλείσουν μέσα. Να απαλλαγούν μια και καλή από κάθε λογικό άνθρωπο που ψάχνει να εργαστεί κάπου και απλά θέλει να κουβεντιάσει πάνω στο επάγγελμά του.
Δεν άντεξα. Είπα το πρώτο πράμα που μου ήρθε στο μυαλό, ότι κι αν ήταν αυτό, χωρίς έλεος.
Το ίδιο άλλωστε κάνουν και οι Monty Python, και μια χαρά τα πήγανε.
«Πώς το ξέχασα! Φυσικά και έχω συμμετάσχει σε ομάδα όπου είχα πάρα πολλούς συνεργάτες, και μάλιστα η συνεργασία μας κράτησε 10-15 χρόνια. Μιλάμε για μεγάλη εμπειρία σε θέματα ομαδικότητας και σχέσεων με διαφορετικούς ανθρώπους. Φυσικά. Πως μου διέφυγε. Ήμουνα σε μια ομάδα ΜΠΑΣΚΕΤ».
Ορίστε, το είπα. Και κάθισα και τους ανέλυσα τα πάντα.
Συνθήκες συνεργασίας, συμπεριφορές, φωνακλάδες, ψωνάρες, τεμπέληδες, γκρινιάρηδες. Τα πάντα, λέμε. Μιλούσα δέκα λεπτά συνεχόμενα, με τους δυο «κυρίους» απέναντί μου να μην ξέρουν τι τους χτύπησε.
«Μπορεί κάποιος να μην αποδίδει, τότε είναι που κάθεται στον πάγκο να ηρεμίσει για να επιστρέψει στο επόμενο δεκάλεπτο με καθαρό μυαλό και να βάλει το τρίποντο την τελευταία στιγμή, ή να πετύχει στις νικητήριες βολές. Παίζει κανείς σας μπάσκετ;» και πριν προλάβει να απαντήσει κάποιος, συνέχισα, «θυμάστε τον Καμπούρη το ’87;».
Δεν πρόλαβαν να απαντήσουν.
Τους έκανα μια αναπαράσταση εκείνων των τελευταίων λεπτών, λίγο πριν το τυρινίνι.
Όταν επιτέλους τελείωσα, ο κύριος Τουρμπάνης μάζεψε όση από την λογική του μπόρεσε να περισώσει και μου απάντησε σε μια ανέλπιδη προσπάθεια να πει κάτι:
«Σωστά όλα αυτά, όμως υπάρχει μια σημαντική διαφορά. Εκεί πρόκειται για παιχνίδι μπάσκετ που είναι το χόμπι σου και εδώ πρόκειται για το επάγγελμά σου.» Γροθιά κάτω από τη ζώνη; Μπα…
«Κοιτάξτε» ξεκίνησα, βήχοντας πρώτα, λες και μιλάω σε συνέδριο, «υφίστανται αυτοί που αντιμετωπίζουν την καλαθόσφαιρα με τη σοβαρότητα του επαγγελματία, τόσο όσο υφίστανται και εκείνοι που λαμβάνουν τη δουλειά στο γραφείο ωσάν παιχνίδι».
Σε αυτό το σημείο εμφανίστηκε μια μαϊμού με καπέλο, ντυμένη στα κόκκινα, και χτύπησε δυο πιατίνια, σημαίνοντας τη λήξη. Εγώ δε, είχα ξεκινήσει να μαζεύω τα πράγματά μου και να σιγομουρμουρίζω τη μουσική από το δε φάιναλ κάουνταουν, τιρινίνι…
Δεν είπαμε άλλα.
Με επέλεξαν τελικά.
Όντως.
Αποδείχτηκε ότι ψάχνανε για τρελό.
Οι όροι: 14 ώρες δουλειά ημερησίως, απαγορεύεται το κινητό τηλέφωνο, η μουσική, η κουβέντα, η αξυρισιά, το μακρύ μαλλί, η τσίχλα, τα πράσινα παπούτσια, οι αριστερόχειρες, οι αυτόχειρες και το λούσιμο με σαμπουάν φρουκτίζ. Οι εργαζόμενοι θα παραμένουν όλο το διάστημα της εργασίας τους στα υπόγεια, χωρίς φως, χωρίς νερό, φαγητό και τουαλέτα.
Με ρώτησαν πόσα ζητούσα.
Χαμογέλασα.
Τους είπα 57.000€ το μήνα. «Καθαρά» συμπλήρωσα.
Μόνο.
Ήμουν τρελός.
Τους χαιρέτησα.
Βγήκα από την πόρτα και δεν κοίταξα πίσω…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου