Το μαγαζάκι ήτανε και σήμερα όπως πάντοτε.
Οι ίδιοι θαμώνες με τις πλατιές μουστάκες, τα παλιομοδίτικα ρούχα, τα τρανταχτά γέλια, τις φουσκωτές μπυροκοιλιές. Ανάμεσά τους νέοι και νέες, με πολλά υποσχόμενες μπυροκοιλιές. Οι ίδιοι ξύλινοι πάγκοι με τα τσέχικα σουβέρ, το κολλώδες κάθισμα και την υγρασία από τη μπύρα. Μύριζε πίλσνερ. Η ίδια μουσική, με τον Ρόρυ, τους Λέντ ή τους Μέηντεν. Ο ίδιος φωτισμός, η ίδια διακόσμηση. Τα βλέμματα του Όζι, του Τσε, του Χέντριξ και του Ελβιστάλιν από τους τοίχους παρακολουθούσαν απειλητικά, αν όλοι θα φάνε όλο το φαΐ τους και θα πιούνε όλη τη μπύρα τους.
Η πόρτα έκλεισε πίσω μας. Ήτανε φιλόξενο το μέρος, ακόμη και για ένα ζευγάρι. Σήκωσα το χέρι μισολυγισμένο στον αγκώνα, προς χαιρετισμό, όχι πολύ ψηλά, καθιστώντας σαφές σε όλους τους νέους ψαράδες εκεί μέσα ότι μόλις μπήκε ένας παλιός. Μας έβγαλε ασπροπρόσωπους ένα φιλικό κλείσιμο ματιού από τη μέσα πλευρά του μπαρ.
Βολευτήκαμε σε ένα μικρό τραπεζάκι κάπου στα μισά. Μέχρι να φτάσουμε εκεί, κανείς από το μαγαζί δε γύρισε να μας κοιτάξει, να δει τι φοράμε, αν είμαστε ωραίοι ή άσχημοι, αν έχουμε καμπούρα ή ακριβό αυτοκίνητο. Ο καθένας κοιτούσε τη δουλειά του, την παρέα του και το ζυθοπότηρό του. Ο μόνος που μας έκοβε πάντα ήταν ένας τύπος στο πρώτο κάδρο πλάι στην είσοδο, φτυστός ο Αδαμάντιος Κοραής από το κατοστάρικο.
Πέρασε πολλή ώρα μέχρι να βρούμε ίχνη του Χελώνα, του γλυκύτατου, μονίμως ελαφροσουρωμένου, ιδιοκτήτη της μπυραρίας. Εντοπίστηκε κρυμμένος πίσω από τη ζούγκλα του μπαρ, με ένα ποτήρι στο χέρι και κάνα δυο δικούς του να μασουλάνε πατατάκια.
Σήκωσα το χέρι προς αναζήτηση της προσοχής του, το αρμένισα πέρα-δώθε για κάνα πεντάλεπτο, τελικά κατάφερε και εστίασε. Κοιταχτήκαμε, έγνεψα με νόημα, έγνεψε χωρίς νόημα, τον μαγνήτισα και άρχισε να σέρνεται προς το μέρος μας. Έφτασε μετά από εικοστρία λεπτά.
Τι κάνουμε, καλά; Καλά. Ωραία. Μπυρίτσες;
«Ναι. Δυο μπυρίτσες Ζουμπρ, και βάλε …χμ…».
Το «χμ» ήτανε και καλά ότι παίζει σκέψη, κάτι που δεν έπαιζε αφού τα ίδια παίρναμε πάντα.
«Χμ,…, βάλε κι ένα λουκανικάκι, τυράκι, ξέρεις… πατατούλες,… και…και…».
Στοπ.
Έχεις τρία δεύτερα να το σκεφτείς.
Κάτι δεν κολλάει στο ποίημα σου. Πολλά υποκοριστικά. Δεν αρμόζουν οι «πατατούλες» και το «λουκανικάκι» σε ένα μαγαζί όπου σκληροί άντρες πίνουνε τις μπύρες τους. Φλώρος και αδερφή. Σε ακούει και το κορίτσι σου. Ντροπή! Που πας ρε! Μίλα σαν άντρας. Εμπρός. Υπάρχουν ακόμη περιθώρια. Διόρθωσε το λάθος σου ή ζήσε με τη ντροπή για πάντα.
Πλέυ.
«Και,… αγγούρια!».
Ο Χελώνας δε ξέρω αν σκιάχτηκε, μπορεί. Η μικρή με κοίταξε, ξερόβηξε και αμέσως έσκασε στα γέλια. Οι υπόλοιποι θαμώνες συνέχιζαν ατάραχοι να πίνουν τη μπύρα τους και να τρων τις πατάτες τους, το τυρί τους, το λουκάνικο οστράβας και… τα τουρσί αγγουράκια τους.
Οι ίδιοι θαμώνες με τις πλατιές μουστάκες, τα παλιομοδίτικα ρούχα, τα τρανταχτά γέλια, τις φουσκωτές μπυροκοιλιές. Ανάμεσά τους νέοι και νέες, με πολλά υποσχόμενες μπυροκοιλιές. Οι ίδιοι ξύλινοι πάγκοι με τα τσέχικα σουβέρ, το κολλώδες κάθισμα και την υγρασία από τη μπύρα. Μύριζε πίλσνερ. Η ίδια μουσική, με τον Ρόρυ, τους Λέντ ή τους Μέηντεν. Ο ίδιος φωτισμός, η ίδια διακόσμηση. Τα βλέμματα του Όζι, του Τσε, του Χέντριξ και του Ελβιστάλιν από τους τοίχους παρακολουθούσαν απειλητικά, αν όλοι θα φάνε όλο το φαΐ τους και θα πιούνε όλη τη μπύρα τους.
Η πόρτα έκλεισε πίσω μας. Ήτανε φιλόξενο το μέρος, ακόμη και για ένα ζευγάρι. Σήκωσα το χέρι μισολυγισμένο στον αγκώνα, προς χαιρετισμό, όχι πολύ ψηλά, καθιστώντας σαφές σε όλους τους νέους ψαράδες εκεί μέσα ότι μόλις μπήκε ένας παλιός. Μας έβγαλε ασπροπρόσωπους ένα φιλικό κλείσιμο ματιού από τη μέσα πλευρά του μπαρ.
Βολευτήκαμε σε ένα μικρό τραπεζάκι κάπου στα μισά. Μέχρι να φτάσουμε εκεί, κανείς από το μαγαζί δε γύρισε να μας κοιτάξει, να δει τι φοράμε, αν είμαστε ωραίοι ή άσχημοι, αν έχουμε καμπούρα ή ακριβό αυτοκίνητο. Ο καθένας κοιτούσε τη δουλειά του, την παρέα του και το ζυθοπότηρό του. Ο μόνος που μας έκοβε πάντα ήταν ένας τύπος στο πρώτο κάδρο πλάι στην είσοδο, φτυστός ο Αδαμάντιος Κοραής από το κατοστάρικο.
Πέρασε πολλή ώρα μέχρι να βρούμε ίχνη του Χελώνα, του γλυκύτατου, μονίμως ελαφροσουρωμένου, ιδιοκτήτη της μπυραρίας. Εντοπίστηκε κρυμμένος πίσω από τη ζούγκλα του μπαρ, με ένα ποτήρι στο χέρι και κάνα δυο δικούς του να μασουλάνε πατατάκια.
Σήκωσα το χέρι προς αναζήτηση της προσοχής του, το αρμένισα πέρα-δώθε για κάνα πεντάλεπτο, τελικά κατάφερε και εστίασε. Κοιταχτήκαμε, έγνεψα με νόημα, έγνεψε χωρίς νόημα, τον μαγνήτισα και άρχισε να σέρνεται προς το μέρος μας. Έφτασε μετά από εικοστρία λεπτά.
Τι κάνουμε, καλά; Καλά. Ωραία. Μπυρίτσες;
«Ναι. Δυο μπυρίτσες Ζουμπρ, και βάλε …χμ…».
Το «χμ» ήτανε και καλά ότι παίζει σκέψη, κάτι που δεν έπαιζε αφού τα ίδια παίρναμε πάντα.
«Χμ,…, βάλε κι ένα λουκανικάκι, τυράκι, ξέρεις… πατατούλες,… και…και…».
Στοπ.
Έχεις τρία δεύτερα να το σκεφτείς.
Κάτι δεν κολλάει στο ποίημα σου. Πολλά υποκοριστικά. Δεν αρμόζουν οι «πατατούλες» και το «λουκανικάκι» σε ένα μαγαζί όπου σκληροί άντρες πίνουνε τις μπύρες τους. Φλώρος και αδερφή. Σε ακούει και το κορίτσι σου. Ντροπή! Που πας ρε! Μίλα σαν άντρας. Εμπρός. Υπάρχουν ακόμη περιθώρια. Διόρθωσε το λάθος σου ή ζήσε με τη ντροπή για πάντα.
Πλέυ.
«Και,… αγγούρια!».
Ο Χελώνας δε ξέρω αν σκιάχτηκε, μπορεί. Η μικρή με κοίταξε, ξερόβηξε και αμέσως έσκασε στα γέλια. Οι υπόλοιποι θαμώνες συνέχιζαν ατάραχοι να πίνουν τη μπύρα τους και να τρων τις πατάτες τους, το τυρί τους, το λουκάνικο οστράβας και… τα τουρσί αγγουράκια τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου