Ο Χαράλαμπος είναι αυτός που είναι. Όπως πάντα. Κι έτσι ακριβώς εμφανίστηκε στην πλαζ.
Αν ανοίξεις το λεξικό στο ρίμα κομπλεξικός η σελίδα θα έχει μια ολόσωμη ντυμένη φωτογραφία του. Στο ρίμα αντικοινωνικός το ίδιο.
Όλα αυτά σύμφωνα με την άποψη του συνολικού πληθυσμού της γης. Ο ίδιος δε συμφωνεί φυσικά. Δεν είναι σνομπ, μας λέει, σνομπάρει όμως το κατεστημένο, τον καθωσπρεπισμό, τη ρουτίνα. Αγαπάει την πρωτοτυπία και τον αυθορμητισμό, ακόμη κι αν τρώει το κεφάλι του τις περισσότερες φορές. Έτσι του αρέσει να ζει, έτσι έμαθε, καλά κάνει και καλά να πάθει θα έλεγε κάποιος και δε θα έχει κι άδικο.
Εμφανίστηκε λοιπόν στην πλαζ. Απόγευμα. Είχε περάσει την ημέρα του βολτάροντας με το ποδήλατο. Καλά ήτανε. Μια παρέα τον περίμενε στο εστιατόριο-ταβέρνα, δίπλα από το θορυβώδες μπητσόμπαρο. Και λέω μια παρέα, γιατί η δική του παρέα ποτέ δε θα πήγαινε σε εστιατόριο παύλα ταβέρνα, και ποτέ δίπλα σε μπητσόμπαρο. Όμως τις τελευταίες ημέρες δεν είχε και πολλή παρέα, οι δικοί του είχανε φύγει για δουλειές στην Αθήνα κι έμεινε μόνος στο νησί, οπότε είπε να τους φορτωθεί στην πλάτη του και να τους ανεχτεί.
Ας το παίξει και λιγάκι πιο κοινωνικός για μια φορά, μπορεί να του κάνει και καλό.
Πέρασε δίπλα από το μπητ-σόμπαρο με την μπητ μουσικορύπανση, του ήρθε μια πρώτη αναγούλα, κοίταξε και τους πρησμένους από τα χάπια και τα γυμναστήρια τυπάδες, ανακατεύτηκε λιγάκι ακόμη. Η διάθεσή του επανήλθε γρήγορα, στράβωσε το καπελάκι του, τούρλωσε την κοιλίτσα του, περήφανος για τα βυτία μπύρας που είχε καταναλώσει στη ζωή του, και προχώρησε.
Βρήκε εύκολα το εστιατόριο-ταβέρνα, κι εντόπισε την κοπέλα που τον είχε προσκαλέσει. Ήτανε περιτριγυρισμένη από γνωστές και γνωστούς της. Ο Χαράλαμπος σκέφτηκε ότι δεν ήθελε τελικά να γίνει γνωστός τους ποτέ του, ήταν όμως ήδη αργά. Η φίλη του είχε σηκώσει το χέρι της και τον φώναζε.
«Μπάμπη! Εδώ».
Του την έδινε το Μπάμπης. Του την έδιναν τα υποκοριστικά. Δηλαδή άσχημο ήτανε το Χαράλαμπος; Και γιατί στο διάολο συνέχιζε να τον φωνάζει; Έπρεπε ντε και καλά να τους ακούσουνε όλοι; Αφού την είχε δει και πήγαινε προς τα κει.
«Μπάμπη! Μπάμπη!». Δεν έλεγε να σκάσει. Φαντάστηκε ένα πιάνο να πέφτει πάνω της από τον ουρανό.
Πήρε μια βαθιά, πολύ βαθιά ανάσα, και μέτρησε ως το δέκα.
Τα πάρτι-άνιμαλς τρώγανε. Στο τραπέζι είχανε πάνω από εφτά πιάτα με κασεροκροκέτες. Ανάμεσα σε τόσους άλλους νόστιμους μεζέδες, υπάρχει πάντα κάποιος που θα προτιμήσει τις κασεροκροκέτες. Το πολύ τέσσερα μπαλάκια τυρί, πνιγμένα και τηγανισμένα στο λάδι, σε ένα πιατάκι τόσο δα, που το χρυσοπληρώνεις κιόλα. Δεν αρμόζει τέτοια ποταπή συμπεριφορά απέναντι σε κάτι τόσο ιερό όπως το τυρί.
Ο Χαράλαμπος σκάναρε τους παρευρισκομένους. Δεν περίμενε και κάτι καλύτερο. Φορούσανε όλοι τους ματογυάλια. Αυτό θα μπορούσε να είναι φυσιολογικό μόνο αν όλοι τους είχανε μυωπία. Δεν είχανε όμως. Τα γυαλιά ήτανε ηλίου. Δεν μπορούσε να καταλάβει ποιός τον κοιτούσε και ποιος όχι. Μπορεί όλοι. Μπορεί και κανένας.
Ένας τρέντυ-μπόι σήκωσε το κεφάλι από τις κασερόβομβες και το έστρεψε προς τον ίδιο με απαράμιλλο θράσος. Φορούσε επίσης γυαλιά ηλίου. Έτρωγε με αυτά, μιλούσε με αυτά, σίγουρα θα πήδαγε και με αυτά. Δίνανε στυλ, βλέπεις.
Του συστήθηκε με τη σιγουριά κάποιου που τα έχει όλα στη ζωή. Το πρόσωπο της επιτυχίας. Δεν πουλούσε όμως. Τόλης. Ο τύπος έχανε διαρκώς έδαφος στα μάτια του Χαράλαμπου. Θα έχανε κι άλλο.
Του άπλωσε το χέρι για να κάνουνε χειραψία. Εδώ θα φαινότανε τι καπνό φουμάρει. Του το έσφιξε λες κι ήτανε αυγό. Ούτε καν με την παλάμη, αλλά με τα ακροδάχτυλά του. Ένα τεράστιο κόκκινο και ζωηρό ΧΙ ζωγραφίστηκε πάνω στη μάπα του Τόλη και από κει και στο εξής θα σταματήσει να υπάρχει στο τραπέζι.
Ο Χαράλαμπος παρήγγειλε μια παγωμένη Κάιζερ βαρελίσια, κάθισε σε μια γωνιά μαζί τους, αλλά μόνος του, και την ήπιε μονορούφι. Πέντε ευρώ. Παρήγγειλε άλλη μία. Δεν είχε καμιά όρεξη να κουτσομπολεύει μαζί τους, ούτε για τον ΜΠΑΟΚ, ούτε για τα προβλήματα των γάμων τους, ούτε και να αρχίσει τα σαχλά πειράγματα.
«Τι λέτε; Πάμε για κανένα ποτάκι μετά;» πετάχτηκε μια τσούπρα από τη γωνία και ο Χαράλαμπος ένιωσε σαν να καθότανε δεμένος με ζωνάρια σε μια καρέκλα, να έχει ένα βρεγμένο σφουγγάρι κι ένα μεταλλικό καπέλο στο κεφάλι και να τον χτυπάει ισχυρό ρεύμα.
«Ναι, πάμε για ποτάκι να τα σπάσουμε!» συμπλήρωσε η φίλης της και χειροτέρεψε την κατάσταση. Ρίγος. Έκφραση λάιφσταιλ που χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον από τον γυναικείο και γκέυ πληθυσμό για να προσδώσει έναν τόνο ξεφαντώματος σε αυτό που σίγουρα θα επακολουθήσει. Μα, να τα σπάσουμε στις οκτώ το απόγευμα; Αυτή είναι ώρα για λιώσιμο.
Πετάχτηκε κι ένας από την απέναντι γωνία, με λευκό αμάνικο για να φαίνονται οι χτισμένες ωμοπλάτες του και οι ξυρισμένες μασχάλες του, και πρότεινε να πάνε σε ένα συγκεκριμένο μαγαζί όπου θα βρίσκανε κι ένα φιλικό ζευγάρι.
Ο Χαράλαμπος άρπαξε τρελαμένος το κρίκερ και το κατέβασε κι αυτό μονορούφι. Άφησε το ποτήρι να σκάσει στο έδαφος και να γίνει χίλια κομμάτια.
Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα. Δεν υφίσταται. Αν το εν λόγω «φιλικό ζευγάρι» είναι π.χ. ο κολλητός σου, μάλλον δε θα πεις «θα βγούμε με ένα φιλικό ζευγάρι». Θα πεις: «Θα βγούμε με τον (Α)Θανάση(ο) και τη Ρούλα». Αυτό μάλιστα. Αντρίκιο. Φιλικό ζευγάρι είναι όταν βγαίνεις με κάποιους από υποχρέωση, από τη δουλειά, κάτι σαν γεύμα εργασίας, προδιαθέτει βαρεμάρα και πλήξη. Μπλιαχ.
Δεν τα είπε όλα αυτά ο Χαράλαμπος. Τα σκέφτηκε κι αυτό αρκούσε για να τον κάνει ακόμα πιο χάλια. Τί το ήθελε κι ήρθε μαζί τους. Δεν καθότανε μόνος του στην αμμουδιά να διαβάσει κάτι, να βουτήξει στη θάλασσα, να βουτήξει κανένα μπισκότο στον καφέ του ή να βουτήξει καμιά τουρίστρια;
Σκεφτότανε να την κάνει σιγά-σιγά, ώσπου…
«Μπάμπη, θα έρθεις;» ρώτησαν κι ο Χαραλα-μπάμπης δεν ήξερε τι να κάνει. Να πνίξει τα νεύρα του ή να πνίξει τους γύρω του.
«Δεν έχω όρεξη» είπε και τί το ήθελε.
Αρχίσανε τα γιατί, και τα έλα μη χαλάς την παρέα, μην είσαι ξενέρωτος, θα έχει ωραία μουσική, θα περάσουμε ωραία, έλα, κι άλλα τέτοια γλυκάνοστα που στόχο έχουνε να σε χώσουνε με το ζόρι σε ένα πάρτι-καταστροφή χωρίς επιστροφή.
Κάποιος πετάχτηκε ξανά.
«Τι μουσική ακούς, Μπάμπη;»
Κι εσένα τι σε νοιάζει ρε; Ποιος σε ρώτησε; Τί θες να σου πω τώρα; Ταμπέλες θέλεις; Άντε ρε, κάνε καμιά δουλειά. Μου αρέσει η μουσική που μου αρέσει. Του ‘ρθαν κι άλλα τέτοια αλλά υπερίσχυσε η λογική.
Πέταξε τελικά κάτι σκόρπια, κάτι για Μαντρουγκάντα, για Έλβις, για Μπάουι και για Τζούνιορ Κίμπροου. Τον τελευταίο τον έχωσε επίτηδες, έτσι.
«Δηλαδή είσαι ροκαααααάς;» πετάχτηκε η ίδια τσούπρα με πριν, η οποία μάλλον μόνον τον Έλβις γνώριζε, κι αυτόν από τα εξώφυλλα του Κατερίνα.
Ερώτηση που σπάει κόκαλα, και τα νεύρα σου μαζί.
«Όχι, είμαι μπλουζααααάς» της απάντησε ειρωνικά και κανείς δεν κατάλαβε τίποτα.
«Κι εσύ τί ακούς;» πέταξε ο Χαράλαμπος στην τσούπρα μόνο και μόνο για να πει κάτι. Ήξερε την απάντηση.
«Βασικά, λαϊκά». Η πρώτη κοτρόνα του ήρθε κατακούτελα. Και συνεχίζει.
«Από ροκ, Χατζηγιάννη». Τον ισοπέδωσε. Το κατάλαβε.
«Μου αρέσουνε όμως κι οι ροκ μπαλάντες». Δεν το έσωζε με τίποτα. Ροκ μπαλάντα, μια λέξη που πάει με όλα, κάτι σαν τη χτυπητή ρε αδερφέ.
Ο Χαράλαμπος ήτανε μια χαρά παιδί. Εκείνη την ημέρα έπαθε τον πρώτο του νευρικό κλονισμό. Τι την ήθελε την κοινωνικότητα; Δεν ήτανε γι’ αυτόν τέτοιες συγκινήσεις. Καλά ήτανε μόνος του, παρέα με τον εαυτό του.
Δε συνήλθε ποτέ, αν κι ήτανε σκληρό καρύδι σε κάτι τέτοια.
Ίσως να έφταιγε κι η ζέστη. Ίσως η χαλασμένη μπύρα. Ίσως η χαλασμένη παρέα. Όλα μαζί.
Πάντως το χάσαμε το παιδί. Έτσι επήγε, τζάμπα.
Για χρόνια τον βλέπουμε να τριγυρνάει στα σοκάκια του νησιού, στις αμμούδες και στα μπαράκια καβάλα σε ένα γαϊδουράκι. Δεν γκρινιάζει πλέον, δεν ενοχλείται με τίποτα. Τα αγνοεί όλα.
Αν πας να του μιλήσεις δε θα σου δώσει σημασία. Θα σε προσπεράσει σφυρίζοντας μια ξεθωσμένη ροκ μπαλάντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου