... γιατί θα μπορούσε να έχει γίνει κάπως έτσι
Μου ζήτησαν ευγενικά να περιμένω μέχρις να έρθει ο κ. Σαββίδης από την αποθήκη του βιβλιοδετείου. Σκότωσα έτσι δέκα λεπτά της ώρας. Της ώρας μου. Αντί να σφυρίζω ανέμελα, έκανα ένα γρήγορο χρονοτάξιδο στα τελευταία γεγονότα.
Είχαμε συνεννοηθεί να μου ετοιμάσει πέντε βιβλία, εκτύπωση και δέσιμο. Η τιμή που συμφωνήσαμε ανάλογη της οικονομικής κρίσης και υστερίας των τελευταίων μηνών. «Λίγο πάνω, λίγο κάτω, κάπου τόσο θα σου βγει» με διαβεβαίωνε το αφεντικό και κάτι μου έλεγε ότι δε θα έχουμε χάπι εντ.
Πέρασαν τα δέκα λεπτά διορία που είχα δώσει, πέρασε κι άλλο ένα πεντάλεπτο χαριστικό εξαιτίας της τυρόπιτας που μασούλαγα, πέρασαν και άλλα δυο βασανιστικά λεπτά που με έκαναν να ιδρώσω.
Τότε ήρθε ο μάγκας, με αέρα και στυλ, χαιρέτησε, με αέρα και στυλ πάλι, πέρασε από δίπλα μου και κάθισε στο θρόνο του γραφείου, με αέρα πάντα και στυλ αφεντικού. Χτυπάει κάτι νούμερα στο μικροσκοπικό ψηφιακό λογιστήριο που έχει - το κοινώς αποδεκτό από όλους μας κομπιουτεράκι - και ξεστομίζει με την απάθεια ενός πολιτικού τα παρακάτω τρία νούμερα.
Τετρακόσια. Ογδόντα. Πέντε.
Σιωπή. Για λίγα δευτερόλεπτα. Την περίμενα είναι η αλήθεια. Τη σιωπή. Δεν είμαι σίγουρος αν εκείνος την περίμενε. Κοιταχτήκαμε. Ξεκοιταχτοίκαμε. Ξανακοιταχτήκαμε. Ξαναξεκοιταχτήκαμε. Και ξανά απ’ την αρχή μέχρι που βαρέθηκα. Για κείνες τις στιγμές ήμουνα σαν τον Ντουντ, τον Ντούντι, και κοιτούσα τον Τζόνι Ρένο να ιεροσυλεί επάνω στην ίδια τη μουσική. Τα φρύδια μου είχανε πάρει την πόζα του αγριεμένου. Η Ντόνα παραδίπλα να χτενίζεται.
Τον στόλισα, ψύχραιμα στην αρχή, πιο επιθετικά στην πορεία. Περάσαμε γρήγορα από τον πληθυντικό στον ενικό και έτσι ήτανε πλέον σαφές ότι δεν είμαστε πάνω από δυο. Προσπάθησα να τον προειδοποιήσω, δεν με άκουγε όμως.
Κάπου εκεί ανάμεσα στα «ρε» και στα «τι λες τώρα» εμφανίστηκε κι ένα τσουτσέκι και πήγε να τον υπερασπιστεί.
Δεν πρασίνισα (σαν τον Χουλκ), ροδοκοκκίνισα. Για ότι επακολούθησε φταίει εκείνη η ταινία που είχα δει το προηγούμενο βράδυ. Κι ο παππούς το ίδιο θα έκανε.
ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΟΜΟΙΟΤΗΤΑ ΜΕ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΤΕΛΩΣ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΙΚΗ
Το βούτηξα το τσουτσέκι από το γιακά και το πέταξα επάνω στα μηχανήματα εκτύπωσης και κοπής, χωρίς όμως να κοπεί πουθενά. Σηκώθηκε μέσα από τα χαλάσματα με ένα εξώφυλλο θρησκευτικού βιβλίου εκτυπωμένο στο μέτωπό του. Ο σταυρός ήτανε ανάγλυφος.
Ο Σαββίδης σηκώθηκε από την επίσημη καρέκλα του για να δράσει. Ή να βράσει. Δεν πρόλαβε, του την έφερα. Του πέταξα ένα πακέτο βιβλία και χαρτομάνι σκόρπισε παντού. Με μια κλωτσιά έριξα κάτω τον υπολογιστή, έγινε χίλια κομμάτια. Ξεκόλλησα από τον τοίχο μια σωλήνα εξαερισμού και με αυτήν στο χέρι άρχισα να καταστρέφω τα πάντα. Μηχανήματα, τοίχους, πάγκους, καρέκλες, δε θα έμενε τίποτα όρθιο. Οι σκλάβοι του έτρεξαν και κρύφτηκαν κάτω από ένα φύλλο αλφατέσσερα.
Σταμάτησα μετά από λίγο, μόνο και μόνο για να πάρω μιαν ανάσα, είχε σηκωθεί τόση σκόνη που με έπιασε βήχας. Δεν μπορούσα να διακρίνω τίποτα. Ο Σαββίδης και το τσουτσέκι είχανε κουρνιάσει πίσω από το γραφείο. Τους είδα. Δεν το περίμεναν να τους βρω τόσο γρήγορα. Είχανε χάσει πια το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού.
Τους κάρφωνα με δυο κατακόκκινα δαιμονισμένα μάτια. Μου τρέχανε τα σάλια από τη λύσσα που με είχε πιάσει. Τα μαλλιά μου ανάκατα, ιδρωμένα τσουλούφια κρέμονταν στο μέτωπό μου και μπριγιαντίνη έτρεχε στο λαιμό. Το γέλιο του τρελού είχε ζωγραφιστεί λίγο πιο κάτω από τη μύτη μου, εκεί που κάποτε ήτανε τα ήρεμα χείλη μου. Στο ένα χέρι κράδαινα τον σωλήνα. Στο άλλο το τσιγάρο. Αν είχα και τρίτο θα βάσταγα και μπεγλέρι.
Με αργούς βηματισμούς τους πλησίαζα. Όσο πιο αργά, τόσο το καλύτερο. Είναι πιο τρομαχτικό έτσι. Ένα ξεχαρβαλωμένο ροκαμπίλι έπαιζε στο φόντο του μυαλού μου. Τους κοίταζα επίμονα μπας και το ακούσουν κι αυτοί. Ο Σαββίδης έκανε μια τελευταία απεγνωσμένη κίνηση άμυνας-επίθεσης και μου εκσφενδόνισε έναν χοντρό τόμο εγκυκλοπαίδειας. Με πλήγωσε ελαφρά στο δεξί ώμο. Τον πλησίασα κι άλλο. Άπλωσα το χέρι με στόχο το λαιμό του, δεν τον άγγιξα όμως, το χέρι μου τον προσπέρασε και χώθηκε σε ένα ραφάκι ακριβώς από πίσω του. Βούτηξα μια δερματόδετη βίβλο και τον χτύπησα μια στο κεφάλι με αυτήν. Ντούνγκ. Συμβολικά. Άρχισε να κλαίει.
Έκανα μεταβολή, έφτασα σερνόμενος ως την πόρτα, πρώτα απελευθέρωσα τον δυστυχή παπαγάλο από το κλουβί του - μου είπε φχαριστώ - και έπειτα βγήκα στον όμορφο, ηλιόλουστο, έξω κόσμο. Το κλάμα του που ακουγόταν μου έδινε στα νεύρα. Έδωσα μια τελευταία στην πινακίδα-επιγραφή του μαγαζιού, έσκασε με πάταγο στο πεζοδρόμιο. Το ταμπελάκι στην πόρτα έγραφε «κλειστόν».
Απομακρύνθηκα από το μαγαζί αφήνοντας πίσω μου τη σκόνη και τα χαλάσματα. Το παρπάρισμα της εξάτμισης σαν βαρβάτο ριφ κάλυπτε το κλάμα του αφεντικού, ενώ χανόμουν στο βάθος του δρόμου καβαλώντας μια βρώμικη BMW μοτοσικλέτα του ’50 που έτυχε να βρίσκεται απ’ όξω.
Μου ζήτησαν ευγενικά να περιμένω μέχρις να έρθει ο κ. Σαββίδης από την αποθήκη του βιβλιοδετείου. Σκότωσα έτσι δέκα λεπτά της ώρας. Της ώρας μου. Αντί να σφυρίζω ανέμελα, έκανα ένα γρήγορο χρονοτάξιδο στα τελευταία γεγονότα.
Είχαμε συνεννοηθεί να μου ετοιμάσει πέντε βιβλία, εκτύπωση και δέσιμο. Η τιμή που συμφωνήσαμε ανάλογη της οικονομικής κρίσης και υστερίας των τελευταίων μηνών. «Λίγο πάνω, λίγο κάτω, κάπου τόσο θα σου βγει» με διαβεβαίωνε το αφεντικό και κάτι μου έλεγε ότι δε θα έχουμε χάπι εντ.
Πέρασαν τα δέκα λεπτά διορία που είχα δώσει, πέρασε κι άλλο ένα πεντάλεπτο χαριστικό εξαιτίας της τυρόπιτας που μασούλαγα, πέρασαν και άλλα δυο βασανιστικά λεπτά που με έκαναν να ιδρώσω.
Τότε ήρθε ο μάγκας, με αέρα και στυλ, χαιρέτησε, με αέρα και στυλ πάλι, πέρασε από δίπλα μου και κάθισε στο θρόνο του γραφείου, με αέρα πάντα και στυλ αφεντικού. Χτυπάει κάτι νούμερα στο μικροσκοπικό ψηφιακό λογιστήριο που έχει - το κοινώς αποδεκτό από όλους μας κομπιουτεράκι - και ξεστομίζει με την απάθεια ενός πολιτικού τα παρακάτω τρία νούμερα.
Τετρακόσια. Ογδόντα. Πέντε.
Σιωπή. Για λίγα δευτερόλεπτα. Την περίμενα είναι η αλήθεια. Τη σιωπή. Δεν είμαι σίγουρος αν εκείνος την περίμενε. Κοιταχτήκαμε. Ξεκοιταχτοίκαμε. Ξανακοιταχτήκαμε. Ξαναξεκοιταχτήκαμε. Και ξανά απ’ την αρχή μέχρι που βαρέθηκα. Για κείνες τις στιγμές ήμουνα σαν τον Ντουντ, τον Ντούντι, και κοιτούσα τον Τζόνι Ρένο να ιεροσυλεί επάνω στην ίδια τη μουσική. Τα φρύδια μου είχανε πάρει την πόζα του αγριεμένου. Η Ντόνα παραδίπλα να χτενίζεται.
Τον στόλισα, ψύχραιμα στην αρχή, πιο επιθετικά στην πορεία. Περάσαμε γρήγορα από τον πληθυντικό στον ενικό και έτσι ήτανε πλέον σαφές ότι δεν είμαστε πάνω από δυο. Προσπάθησα να τον προειδοποιήσω, δεν με άκουγε όμως.
Κάπου εκεί ανάμεσα στα «ρε» και στα «τι λες τώρα» εμφανίστηκε κι ένα τσουτσέκι και πήγε να τον υπερασπιστεί.
Δεν πρασίνισα (σαν τον Χουλκ), ροδοκοκκίνισα. Για ότι επακολούθησε φταίει εκείνη η ταινία που είχα δει το προηγούμενο βράδυ. Κι ο παππούς το ίδιο θα έκανε.
ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΟΜΟΙΟΤΗΤΑ ΜΕ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΤΕΛΩΣ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΙΚΗ
Το βούτηξα το τσουτσέκι από το γιακά και το πέταξα επάνω στα μηχανήματα εκτύπωσης και κοπής, χωρίς όμως να κοπεί πουθενά. Σηκώθηκε μέσα από τα χαλάσματα με ένα εξώφυλλο θρησκευτικού βιβλίου εκτυπωμένο στο μέτωπό του. Ο σταυρός ήτανε ανάγλυφος.
Ο Σαββίδης σηκώθηκε από την επίσημη καρέκλα του για να δράσει. Ή να βράσει. Δεν πρόλαβε, του την έφερα. Του πέταξα ένα πακέτο βιβλία και χαρτομάνι σκόρπισε παντού. Με μια κλωτσιά έριξα κάτω τον υπολογιστή, έγινε χίλια κομμάτια. Ξεκόλλησα από τον τοίχο μια σωλήνα εξαερισμού και με αυτήν στο χέρι άρχισα να καταστρέφω τα πάντα. Μηχανήματα, τοίχους, πάγκους, καρέκλες, δε θα έμενε τίποτα όρθιο. Οι σκλάβοι του έτρεξαν και κρύφτηκαν κάτω από ένα φύλλο αλφατέσσερα.
Σταμάτησα μετά από λίγο, μόνο και μόνο για να πάρω μιαν ανάσα, είχε σηκωθεί τόση σκόνη που με έπιασε βήχας. Δεν μπορούσα να διακρίνω τίποτα. Ο Σαββίδης και το τσουτσέκι είχανε κουρνιάσει πίσω από το γραφείο. Τους είδα. Δεν το περίμεναν να τους βρω τόσο γρήγορα. Είχανε χάσει πια το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού.
Τους κάρφωνα με δυο κατακόκκινα δαιμονισμένα μάτια. Μου τρέχανε τα σάλια από τη λύσσα που με είχε πιάσει. Τα μαλλιά μου ανάκατα, ιδρωμένα τσουλούφια κρέμονταν στο μέτωπό μου και μπριγιαντίνη έτρεχε στο λαιμό. Το γέλιο του τρελού είχε ζωγραφιστεί λίγο πιο κάτω από τη μύτη μου, εκεί που κάποτε ήτανε τα ήρεμα χείλη μου. Στο ένα χέρι κράδαινα τον σωλήνα. Στο άλλο το τσιγάρο. Αν είχα και τρίτο θα βάσταγα και μπεγλέρι.
Με αργούς βηματισμούς τους πλησίαζα. Όσο πιο αργά, τόσο το καλύτερο. Είναι πιο τρομαχτικό έτσι. Ένα ξεχαρβαλωμένο ροκαμπίλι έπαιζε στο φόντο του μυαλού μου. Τους κοίταζα επίμονα μπας και το ακούσουν κι αυτοί. Ο Σαββίδης έκανε μια τελευταία απεγνωσμένη κίνηση άμυνας-επίθεσης και μου εκσφενδόνισε έναν χοντρό τόμο εγκυκλοπαίδειας. Με πλήγωσε ελαφρά στο δεξί ώμο. Τον πλησίασα κι άλλο. Άπλωσα το χέρι με στόχο το λαιμό του, δεν τον άγγιξα όμως, το χέρι μου τον προσπέρασε και χώθηκε σε ένα ραφάκι ακριβώς από πίσω του. Βούτηξα μια δερματόδετη βίβλο και τον χτύπησα μια στο κεφάλι με αυτήν. Ντούνγκ. Συμβολικά. Άρχισε να κλαίει.
Έκανα μεταβολή, έφτασα σερνόμενος ως την πόρτα, πρώτα απελευθέρωσα τον δυστυχή παπαγάλο από το κλουβί του - μου είπε φχαριστώ - και έπειτα βγήκα στον όμορφο, ηλιόλουστο, έξω κόσμο. Το κλάμα του που ακουγόταν μου έδινε στα νεύρα. Έδωσα μια τελευταία στην πινακίδα-επιγραφή του μαγαζιού, έσκασε με πάταγο στο πεζοδρόμιο. Το ταμπελάκι στην πόρτα έγραφε «κλειστόν».
Απομακρύνθηκα από το μαγαζί αφήνοντας πίσω μου τη σκόνη και τα χαλάσματα. Το παρπάρισμα της εξάτμισης σαν βαρβάτο ριφ κάλυπτε το κλάμα του αφεντικού, ενώ χανόμουν στο βάθος του δρόμου καβαλώντας μια βρώμικη BMW μοτοσικλέτα του ’50 που έτυχε να βρίσκεται απ’ όξω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου